Αριθμός 1966/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1 Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: …, Αεροπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα …, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία … και το διακριτικό τίτλο …, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Θεοδωρόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δήμου …, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία … και το διακριτικό τίτλο … που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους … με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/12/2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθησαν οι αποφάσεις: 12172/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3515/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/12/2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
… Κατά το άρθρο 904 παρ.1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ενέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 408/2020, ΑΠ 1442/2014, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1387/2011). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του ίδιου παραπάνω άρθρου (904 ΑΚ), προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προυποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδιαδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή έστω και έμμεση – (ΑΠ 408/2020, ΑΠ 1705/2014), επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι την τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο, αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου της ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 408/2020, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 1414/2015, ΑΠ 1321/2015, ΑΠ 766/2014, ΑΠ 120/2014). Ο από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του κανόνα δικαίου θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου περιστατικά και παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας σε συνδυασμό, όμως και με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) (ΑΠ 408/2020, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1306/2020, ΑΠ 321/2018, ΑΠ 18/2018, ΑΠ 154/2017, ΑΠ 1097/2013, ΑΠ 481/2012). Με τον τέταρτο λόγο τ ης αναιρέσεως αποδίδεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 άρ.14 ΚΠολΔ, πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την επίκληση ότι το εφετείο παρά το νόμο έκρινε αόριστη και απέρριψε ως απαράδεκτη την επικουρική εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σωρευόμενη βάση της ενδίκου αγωγής της, παραβιάζοντας τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, δεχθείσα (εσφαλμένα) αοριστία αυτής, απορρέουσα από την ελλιπή εξειδίκευση των θεμελιωτικών της ως άνω αξίωσης πραγματικών περιστατικών και ειδικότερα από τη μη αναφορά στην αγωγή της ακυρότητας της κύριας βάσης από τη σύμβαση, ενώ εκτίθενται σ’ αυτήν με επάρκεια τα θεμελιωτικά στοιχεία για το ορισμένο, και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη τη διαλαμβανόμενη στην τελευταία (αγωγή) επίκληση της ακυρότητας της κυρίας βάσεως αυτής (αγωγής) εκφερθείσα με τη διαπίστωση ότι «όλως επικουρικά αξιώνω την επίδικη απαίτησή μου επικουρικώς και κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι εγώ παρείχα στο ακέραιο και προσηκόντως τις σχετικές υπηρεσίες και κατά τούτο, όλως επικουρικώς και σε κάθε περίπτωση, οι εναγόμενοι πλούτισαν αδικαιολόγητα σε βάρος της περιουσίας μου, ο δε πλουτισμός τους συνίσταται στην ισόποση δαπάνη που εκείνοι εξοικονόμησαν και στην οποία θα υποβάλλονταν, εάν ανέθεταν την εκτέλεση των επίδικων υπηρεσιών περίθαλψης των ηλικιωμένων απόρων δημοτών του πρώτου αντιδίκου με έγκυρη σύμβαση σε άλλο πρόσωπο, το οποίο διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα με εμένα». Με την ως άνω από 1-12-2015 αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραδεκτά ελέγχεται (αρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) για την έρευνα του άνω προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η ενάγουσα – αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δυνάμει της από 12-8-2010 έγγραφης σύμβασης παροχής υπηρεσιών (περίθαλψης ηλικιωμένων), διάρκειας ενός έτους, από 1-1-2011 έως 31-12-2011, ανέλαβε την υποχρέωση να περιθάλψει το εν λόγω χρονικό διάστημα τέσσερις άπορους ηλικιωμένους δημότες του εναγόμενου Δήμου … αντί της συμφωνημένης αμοιβής, ποσού 720 ευρώ μηνιαίως για καθένα των ηλικιωμένων, ότι στη συνέχεια η σύμβαση αυτή, κατά τη λήξη του συμβατικού της χρόνου, παρατάθηκε με προφορική συμφωνία για αόριστο χρόνο καταλαμβάνοντας έτσι και το επίδικο χρονικό διάστημα, από 1-8-2012 έως 31-12-2015 κατά το οποίο η ίδια παρείχε στους εναγομένους τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες της και κατόπιν τούτων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 88.560 ευρώ ως συμφωνημένη, με την άνω, προφορικά παραταθείσα σύμβαση, αμοιβή της (κύρια αγωγική βάση), άλλως όλως επικουρικά ότι αξιώνει την επίδικη απαίτησή της κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου όυι παρείχε στο ακέραιο και προσηκόντως τις σχετικές υπηρεσίες της στους εναγόμενους οι οποίοι πλούτισαν αδικαιολόγητα χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της, ο δε πλουτισμός τους συνίσταται στην ισόποση δαπάνη που εκείνοι εξοικονόμησαν και στην οποία θα υποβάλλονταν, εάν ανέθεταν την εκτέλεση των επίδικων υπηρεσιών περίθαλψης των ηλικιωμένων απόρων δημοτών του πρώτου αντιδίκου με έγκυρη σύμβαση σε άλλο πρόσωπο, το οποίο διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα με αυτή. Από την παραδεκτή (αρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, αυτή, δέχθηκε, αναφορικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ως άνω ζήτημα, ότι η αγωγή κατά την επικουρική της βάση, του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι αόριστη και για το λόγο αυτό απαράδεκτη, διότι δεν γίνεται σε αυτήν επίκληση, έστω και απλή, της ακυρότητας της κύριας βάσης από τη σύμβαση, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και για το λόγο αυτό απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης ως αβάσιμο. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια καθόσον, ενόψει του ότι η διαλαμβανόμενη στο αγωγικό δικόγραφο επίκληση του πλουτισμού των εναγομένων σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) χωρίς νόμιμη αιτία από την ιστορούμενη στην κύρια βάση προφορικά παραταθείσα σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων ν.π.δ.δ., συνιστά επίκληση της ακυρότητος της θεμελιωτικής της κυρίας βάσεως της αγωγής συμβάσεως παροχής υπηρεσιών, η οποία επίκληση, με πρόσθετη αναφορά ότι τα εναγόμενα ν.π.δ.δ.δ κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότερα χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας κατά το αιτούμενο ποσό, το οποίο θα κατέβαλαν ως αμοιβή σε οποιονδήποτε τρίτο που θα τους παρείχε εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, για την παραδεκτή σώρευση της επικουρικής, εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, βάσεως, την οποία όμως η προσβαλλόμενη απέρριψε ως απαράδεκτη με την παραπάνω αιτιολογία υποπίπτοντας την προβαλλόμενη ως άνω αιτίαση. Κατ’ ακολουθίαν αυτών πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος ο παραπάνω από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ λόγος, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το κεφάλαιο που αφορά την επικουρική εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση της αγωγής και να παραπεμφθεί προς εκδίκαση η υπόθεση κατά το μέρος αυτό για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που κατέθεσε για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ.4, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012) και να καταδικαστούν τα αναιρεσίβλητα ν.π.δ.δ., που ηττήθηκαν στα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου τους, που παρέστη και δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού υποβληθέντος με την αίτηση αναίρεσης αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα κατά τα άρθρα 276 παρ.1 και 281 παρ.2 του Ν.3463/2006 περί κυρώσεως του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, σε συνδ. με το άρθρο 285 του Ν. 3852/2020, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ.3515/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο που αφορά την επικουρική εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση της αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά την επικουρική, εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, βάση της αγωγής προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, συγκροτούμενο από διαφορετικό από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση δικαστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τα αναιρεσίβλητα ν.π.δ.δ. στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Νοεμβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(υπογραφή) (υπογραφή)
Leave a Reply