Αριθμός Απόφασης: 21238/2025
(Αριθμός κατάθεσης ανακοπής: …../……/2024)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Καλλιόπη Ζερβογιαννίδου, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και την Γραμματέα Σοφία Μιχαηλίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης την 16η Μαΐου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ………………του………….., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός …………….. αρ. …., με ΑΦΜ:…………….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του ……….(Α.Μ. Δ.Σ.Θ……………….), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην……..Αττικής, οδός …………….αρ. ………. και εκπρoσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ:………………., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Παναγιώτας Καραχότζα (Α.Μ.Δ.Σ. Αθηνών 40292), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις
Ο ανακόπτων ζητά να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ: 13758/2024, ΕΑΚ: 122/2024 ανακοπή, για τους επικαλούμενους σ’ αυτήν λόγους. Δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά τη συζήτηση της οποίας οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναγράφονται στα πρακτικά και στις κατατεθείσες στην έδρα προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012) «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.». Με την παραπάνω διάταξη θεσπίζεται η υποχρέωση προβολής όλων των γεννημένων και δυνάμενων να προταθούν με το δικόγραφο της ανακοπής ή των πρόσθετων λόγων, λόγων ανακοπής κατά τη συζήτηση της ανακοπής, καθιερώνοντας ταυτόχρονα το σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΣχΠολΔ ΧΙΙΙ 124,1. Μπρίνιας. Αναγκαστική Εκτέλεσις 1, β΄ έκδ., άρθρο 935,
σελ.478), προκειμένου να εξασφαλισθεί η ταχύτερη δυνατή αντιμετώπιση των αμφισβητήσεων ως προς το κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. ΑΠ 41/1987 NoB 1988.106, 1. Μπρίνια, ό.π.). Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, που σκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση της διαδικασίας της εκτελέσεως από αμφισβητήσεις για το κύρος της και στην ασφάλεια των συναλλαγών, όλοι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγοι ακυρότητας που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να γεννηθούν με προγενέστερα ασκηθείσα ανακοπή, δεν επιτρέπεται, με ποινή το απαράδεκτο, να αποτελέσουν τη βάση μεταγενέστερης ανακοπής ή να ερευνηθούν επ’ ευκαιρία άλλης δίκης. Και αν ακόμα υπάρχει προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν μπορεί να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή (βλ. ΑΠ 856/2014 ΕφΑΔΠολΔ 2014.1059, ΑΠ 1711/2014 ΤΝΠ Νόμος). Πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να προταθούν λόγοι ανακοπής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως αν οι ίδιοι λόγοι με προηγούμενη απόφαση κρίθηκαν και απορρίφθηκαν (βλ. ΑΠ 1284/2008 ΤΝΠ Νόμος). Το υπό της ανωτέρω διατάξεως θεσπιζόμενο απαράδεκτο ισχύει μόνο για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι σε άλλου είδους ανακοπές (όπως των άρθρων 936, 979 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1791/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 190/2007 ΤΝΠ Νόμος, Ι. Μπρίνιας ο.π., 481), λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και ισχύει ανεξαρτήτως αν οι λόγοι ανακοπής αφορούν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή την απαίτηση (βλ. ΑΠ 1660/2006 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, το απαράδεκτο που θεσπίζεται με τη
διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ προβλέπεται ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 330 ΚΠολΔ, δεν στηρίζεται δηλαδή στην ύπαρξη τυχόν τελεσίδικης κρίσης ως προς τους λόγους (ενστάσεις) ακυρότητας της πράξης σε προγενέστερη δίκη ανακοπής, αλλά απλώς στο γεγονός της μη προβολής τους σε αυτήν (βλ. ΑΠ 41/1987 NoB 1988.106, ΜΠρΡοδ 3949/2007 ΤΝΠ Νόμος). Βεβαίως στις περιπτώσεις όπου υπάρχει το δεδικασμένο της απόφασης που εκδόθηκε στην προγενέστερη ανακοπή, δεν υπάρχει πεδίο πρακτικής εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ, αφού αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ, καλύπτει τους λόγους της ανακοπής που καταλαμβάνονται από τα άρθρα 330 και 633 παρ.2 εδ.γ΄ ΚΠολΔ για να θεωρηθούν οι λόγοι αυτοί απαράδεκτοι σε μεταγενέστερη δίκη (βλ. Π. Γέσιου Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ.Ι, Γενικό Μέρος, έκδ.2017, σελ. 762). Ακόμη, λόγοι οι οποίοι ήταν γεννημένοι κατά τη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αλλά δεν μπορούσαν να προταθούν, διότι δεν αποδεικνύονταν με έγγραφα ή δικαστική ομολογία (άρθρο 933 παρ.5 ΚΠολΔ), μπορούν να προβληθούν στη συνέχεια σε μεταγενέστερη δίκη, χωρίς να εμποδίζονται από το απαράδεκτο της διάταξης του άρθρου 935 ούτε από το άρθρο 330 ΚΠολΔ, διότι το παραγόμενο απορριπτικό δεδικασμένο από τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.5 εκτείνεται μόνο στο απαράδεκτο της προβολής τους που απαγγέλεται λόγω της άμεσης απόδειξής τους, και συνεπώς οι ισχυρισμοί αυτοί δεν εμποδίζονται από το κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ δεδικασμένο και τη διάταξη του άρθρου 935, εφόσον είναι
ουσιώδεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς κατ’ ουσίαν έρευνα σε μεταγενέστερη δίκη που ανοίγεται με νέα ανακοπή κατά της ίδιας εκτέλεσης (βλ. ΟλΑΠ 49/2005 ΧρηΔικ 2007.106, ΟλΑΠ 10/1993 ΕλλΔνη 1994.1242, ΑΠ 2143/2007 ΕΠολΔ 2008.341, ΕφΑΘ 6610/1994 Δ 1996.290), ή με αγωγή κατά τη συζήτηση της οποίας δεν αποκρούονται από το κατά το άρθρο 330 ΚΠολΔ δεδικασμένο (βλ. ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009.708, ΟλΑΠ 49/2005 ό.π., ΑΠ 2143/2007 ΕΠολΔ 2008.341). Για την εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ απαιτούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να έχει προηγηθεί ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας εκτελέσεως, το κύρος της οποίας καλείται να εξετάσει επόμενο (διαφορετικό) δικαστήριο είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως, χωρίς να ερευνάται αν έχει περατωθεί τελεσίδικα ή όχι η προγενέστερη δίκη (βλ. ΕφΑΘ 2202/1990 Δ 1991.523 ΜΠρΘεσ 26449/2002 ΑρχΝ 2005.805 και 1. Μπρίνιας, ό.π. άρθ.935, αρ.173, 174, σελ.479’481, Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ. 757 758, Α. Παπαδοπούλου. Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην αναγκαστική εκτέλεση, έκδ.2016, σελ. 133, 138), β) οι μεταγενεστέρως προτεινόμενοι λόγοι να ήταν γεννημένοι και να μπορούσαν να προταθούν στην προγενέστερη δίκη, ως τέτοιοι δε νοούνται όχι μόνον οι γνωστοί στον ανακόπτοντα και δυνάμενοι να προταθούν κατά τον χρόνο της προγενέστερης ανακοπής αλλά και οι άγνωστοι ακόμη σ’ αυτόν, εφόσον όμως υφίσταντο τότε, εκτός και αν δεν μπορούσαν να προβληθούν από αντικειμενικούς λόγους. Λόγοι ανακοπής που γεννήθηκαν μετά το χρονικό σημείο στο οποίο
ήταν δυνατή η παραδεκτή κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων στην προηγούμενη δίκη δεν υπάγονται στο απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 856/2014 ΕΦΑΔ 2014.1059, ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001.1575, ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996.644, ΕφΑΘ 2234/1992 ΕλλΔνη 1995,672, ΜΠρΘεσ 23368/2012 ΕΠολΔ 2012.623, ΜΠρΠειρ 2437/2005 ΧρΙΔ 2005.739 και 1. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, αρ. 174, σελ. 481, Π. Γέσιου, Φαλτσή, ό.π., σελ. 758, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ. 150, 152). Οι οψιγενείς λόγοι ανακοπής, όσο είναι ακόμη εμπρόθεσμοι κατ’ άρθρο 934 ΚΠολΔ, μπορούν να προταθούν παραδεκτά και κατά της ίδιας πράξης εκτέλεσης (βλ. Π. Γέσιου – Φάλτση, ό.π., σελ. 758, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ. 162 επ.). Επίσης, λόγοι ανακοπής που, μολονότι γεννημένοι, ήταν απαράδεκτοι κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης της ανακοπής, γιατί δεν μπορούσαν να αποδειχθούν αμέσως (άρθ. 933 παρ.5 ΚΠολΔ). δεν νοούνται ως λόγοι που «μπορούν να προταθούν» και δεν θεωρούνται ότι καλύπτονται από το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 49/2005 ό.π., ΑΠ 1285/2008 NoB 2009.900, Π. Γέσιου Φαλτσή, ό.π., σελ. 759), γ) μεταγενέστερη δίκη στην οποία ανακύπτει, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της εκτέλεσης. Σύμφωνα με την ερμηνεία που είχε επικρατήσει πριν την τροποποίηση του άρθρου 935 ΚΠολΔ με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012 το απαράδεκτο του άρθρου 935 μπορούσε να λειτουργήσει μόνο όταν πρόκειται για μεταγενέστερη δίκη όπου κρινόταν το ζήτημα της εγκυρότητας της ίδιας πράξεως εκτελέσεως. Αντίθετα, δεν
υπήρχε απαράδεκτο των λόγων της ανακοπής όταν αυτοί έβαλλαν κατά μεταγενέστερων πράξεων εκτελέσεως, εάν οι λόγοι ανακοπής επιδρούσαν ακυρωτικά και σε αυτές, και εάν βέβαια υπήρχε προθεσμία για την άσκηση της μεταγενέστερης ανακοπής (βλ. ΜΠρΡοδ 21/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 26449/2002 ΑρχΝ 2005.805, ΜΠρΑΘ 4998/1975 Αρμ Λ’ 325, 1. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, αρ. 173, σελ.481, αντίθετα ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001.1575, ΙΥΙΠρΠειρ 2437/2005 ΧρΙΔ 2005.739, Μπέης, Παρατηρήσεις Δ 25.652). Εν τέλει το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012 αντικατέστησε το άρθρο 935 και πρόσδωσε στο σχετικό κανόνα διατύπωση που υποδηλώνει ρητά ότι το απαράδεκτο ισχύει ανεξάρτητα από το αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ. 761, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ.223 επ., 226 επ., Ν. Νικάς, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ.ί, Γενικό Μέρος, έκδ.2017, σελ.652). Συνεπώς, αφορά είτε σε νέα ακυρωτική ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ακόμη και όταν η νέα ανακοπή ασκείται μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 (βλ. ΕφΑΘ 2234/1992 ΕλλΔνη 1995.672, ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 4586/1984 ΕΕΝ 51.594), είτε σε οποιαδήποτε άλλη αγωγή, π.χ. αρνητική αναγνωριστική αγωγή περί αναγνώρισης της ανυπαρξίας της αξίωσης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η εναντίον του εκτέλεση (βλ. ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 2642/1974 NoB 1975.54) ή η δίκη της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1083/1994 ΕλλΔνη 1996.113), ή αγωγή αποζημίωσης ή
υπήρχε απαράδεκτο των λόγων της ανακοπής όταν αυτοί έβαλλαν κατά μεταγενέστερων πράξεων εκτελέσεως, εάν οι λόγοι ανακοπής επιδρούσαν ακυρωτικά και σε αυτές, και εάν βέβαια υπήρχε προθεσμία για την άσκηση της μεταγενέστερης ανακοπής (βλ. ΜΠρΡοδ 21/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 26449/2002 ΑρχΝ 2005.805, ΜΠρΑΘ 4998/1975 Αρμ Λ’ 325, 1. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, αρ. 173, σελ.481, αντίθετα ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001.1575, ΙΥΙΠρΠειρ 2437/2005 ΧρΙΔ 2005.739, Μπέης, Παρατηρήσεις Δ 25.652). Εν τέλει το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012 αντικατέστησε το άρθρο 935 και πρόσδωσε στο σχετικό κανόνα διατύπωση που υποδηλώνει ρητά ότι το απαράδεκτο ισχύει ανεξάρτητα από το αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ. 761, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ.223 επ., 226 επ., Ν. Νικάς, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ.ί, Γενικό Μέρος, έκδ.2017, σελ.652). Συνεπώς, αφορά είτε σε νέα ακυρωτική ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ακόμη και όταν η νέα ανακοπή ασκείται μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 (βλ. ΕφΑΘ 2234/1992 ΕλλΔνη 1995.672, ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 4586/1984 ΕΕΝ 51.594), είτε σε οποιαδήποτε άλλη αγωγή, π.χ. αρνητική αναγνωριστική αγωγή περί αναγνώρισης της ανυπαρξίας της αξίωσης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η εναντίον του εκτέλεση (βλ. ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 2642/1974 NoB 1975.54) ή η δίκη της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1083/1994 ΕλλΔνη 1996.113), ή αγωγή αποζημίωσης ή
υπήρχε απαράδεκτο των λόγων της ανακοπής όταν αυτοί έβαλλαν κατά μεταγενέστερων πράξεων εκτελέσεως, εάν οι λόγοι ανακοπής επιδρούσαν ακυρωτικά και σε αυτές, και εάν βέβαια υπήρχε προθεσμία για την άσκηση της μεταγενέστερης ανακοπής (βλ. ΜΠρΡοδ 21/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 26449/2002 ΑρχΝ 2005.805, ΜΠρΑΘ 4998/1975 Αρμ Λ’ 325, 1. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, αρ. 173, σελ.481, αντίθετα ΑΠ 242/2001 ΕλλΔνη 2001.1575, ΙΥΙΠρΠειρ 2437/2005 ΧρΙΔ 2005.739, Μπέης, Παρατηρήσεις Δ 25.652). Εν τέλει το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.4055/2012 αντικατέστησε το άρθρο 935 και πρόσδωσε στο σχετικό κανόνα διατύπωση που υποδηλώνει ρητά ότι το απαράδεκτο ισχύει ανεξάρτητα από το αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., σελ. 761, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ.223 επ., 226 επ., Ν. Νικάς, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τομ.ί, Γενικό Μέρος, έκδ.2017, σελ.652). Συνεπώς, αφορά είτε σε νέα ακυρωτική ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ακόμη και όταν η νέα ανακοπή ασκείται μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 (βλ. ΕφΑΘ 2234/1992 ΕλλΔνη 1995.672, ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 4586/1984 ΕΕΝ 51.594), είτε σε οποιαδήποτε άλλη αγωγή, π.χ. αρνητική αναγνωριστική αγωγή περί αναγνώρισης της ανυπαρξίας της αξίωσης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η εναντίον του εκτέλεση (βλ. ΕφΑΘ 9705/1988 ΕλλΔνη 1991.999, ΕφΑΘ 2642/1974 NoB 1975.54) ή η δίκη της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1083/1994 ΕλλΔνη 1996.113), ή αγωγή αποζημίωσης ή
αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. ΕφΑΘ 4586/1984 ΕΕΝ 1984.594), όπου μπορεί παρεμπιπτόντως να τεθεί το θέμα του κύρους της πράξης εκτέλεσης και δ) ταυτότητα των διαδίκων στη πρώτη και στη δεύτερη δίκη, δεδομένου ότι μόνον εκείνος που άσκησε ήδη προηγούμενη ανακοπή αποκρούεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ και όχι τρίτος δανειστής του καθ’ου (βλ. ΜΠρΘεσ 23368/2012 ΕΠολΔ 2012.623 και 1. Μπρίνιας, ό.π., άρθ.935, σελ. 481, Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., 761, Ν. Νικάς, ό.π., σελ.655, Α. Παπαδόπουλου, ό.π., σελ.228 επ., 232 επ.). Ταυτότητα των διαδίκων μεταξύ αρχικής και μεταγενέστερης δίκης υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις, όπου στο πρόσωπο του καθ’ου οφειλέτη ή του δανειστή χωρεί καθολική ή ειδική διαδοχή, ενόσω διαρκεί η αναγκαστική εκτέλεση (βλ. ΟλΑΠ 17/2004 ΕλλΔνη 2004.1320, ΕφΑΘ 1991/1986 ΑρχΝ 1987.216).
Με την υπό κρίση ανακοπή, ο ανακόπτων ζητά να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. …../01.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Αλέξανδρου Ε. Δάλλα, που επιδόθηκε σε αυτόν στις 02-11-2022 και β) η υπ’ αριθμ. …../21.3.2024 δήλωση συνέχισης και διενέργειας νέου πλειστηριασμού της καθ’ης επισπεύδουσας με ημερομηνία 24.05.2024. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ης στα δικαστικά του έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα στην ως άνω ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων απαραδέκτως βάλλει κατά της με αριθμό ……/21-03-2024 δήλωσης συνέχισης και διενέργειας νέου ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, επί δηλώσεως, κατ’ άρθρο 973 ΚΠολΔ, της καθ’ ης, καθόσον, κατά το άρθρο 973 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων δύναται μεν να προβάλλει αντιρρήσεις, για οποιονδήποτε λόγο, που αφορά στο κύρος της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού της καθ’ ης, αλλά μόνο με το ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα (ανακοπή) του άρθρου 973 αρ. 6 ΚΠολΔ, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔ), η οποία (ανακοπή) υπόκειται σε ρυθμίσεις, που διαφοροποιούνται από εκείνες του άρθρου 933 ΚΠολΔ (όπως είναι η υπό κρίση ανακοπή) και να αφορούν στη δήλωση συνέχισης, που γίνεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας του άρθρου 973 αρ. 1-3 ΚΠολΔ. και συνεπώς δεν πρόκειται περί παραδεκτώς σωρευόμενης ανακοπής του άρθρου 973 αρ. 6 ΚΠολΔ, ως ιδιαίτερου ενδίκου βοηθήματος. Περαιτέρω η υπό κρίση ανακοπή ως προς το πρώτο σκέλος της, κατ΄ άρθρο 933 που βάλει κατά της υπ’ αριθμ. 190/01.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Αλέξανδρου Ε. Δάλλα, δεν ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 934 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, διότι κατατέθηκε στις 12-04-2024 και επιδόθηκε στην καθ΄ης αυθημερόν ήτοι, όχι εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε ημερών των άρθρων 934 παρ. 1 στοιχ. α΄ εδ. α΄ ΚΠολΔ από την επίδοση αντιγράφου της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης στον ανακόπτοντα, που έλαβε χώρα στις 02-11-2022.
Σημειώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας, σύμφωνα και με την ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, ακόμη και αν με την υπό κρίση ανακοπή ο ανακόπτων προβάλει οψιγενή λόγο ανακοπής και δη την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ΄ης, κατ΄ άρθρο 281 ΑΚ, δυνάμει του οποίου αιτείται την ακύρωση της υπ΄ αριθμ. 190/01.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών, ο λόγος αυτός, έστω και δεκτός γενόμενος από το Δικαστήριο, ως οψιγενής, μπορεί να προταθεί παραδεκτά κατά της ίδιας πράξης εκτέλεσης, όσο είναι ακόμη εμπρόθεσμος κατ’ άρθρο 934 ΚΠολΔ, (βλ. Π.Γέσιου – Φάλτση, ό.π., σελ.758, Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ. 162 επ.), το οποίο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή στο σύνολό της, ως απαραδέκτως ασκηθείσα, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου σε βάρος του ανακόπτοντος λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ) κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της καθ΄ης, υποβληθέντος δια των προτάσεων της (άρθρα 106, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του Μονομελούς Πρωτοδικείου στην Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 28-03-2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Leave a Reply