Αριθμός Απόφασης
1090/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(1ο Τμήμα Δημόσιο)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Χρήστο Αλμπάνη, Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τον Γραμματέα Γεώργιο Κρουστάλλη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – ενάγουσας: Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία “…………………………………….” και το διακριτικό τίτλο “……………………….”, η οποία εδρεύει στην Αργυρούπολη Αττικής, …………………………………… ….., με ΑΦΜ ………………………….., εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Χρήστο Θεοδωρόπουλο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του εφεσιβλήτου – εναγομένου: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Δήμος Γλυφάδας Αττικής” που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής, ………………. ……, με Α.Φ.Μ…………………………., και εκπροσωπείται νόμιμα, για το ίδιο ατομικά και ως καθολικού διαδόχου του καταργηθέντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “…………………………………………………………………………” και το διακριτικό τίτλο “……………………………” Δήμου Γλυφάδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο …………………………………… με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εφεσιβλήτων την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1080/116/2018 αγωγή και ζήτησε ό,τι αναφέρεται σ’ αυτή. Το άνω Δικαστήριο με την με αριθμό 6390/2022 απόφασή του απέρριψε την αγωγή, Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 20-2-2023, με αριθμό έκθεσης δικογράφου 33491/1752/2023, έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε προτάσεις και με σχετική δήλωση, δήλωσε, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η έφεση, χωρίς να παρασταθεί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 20-2-2023, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 33491/1752/2023, έφεση της εκκαλούσας κατά της με αριθμό 6390/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, εφόσον, για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεσή της, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.δ/τος 496/1974 “περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.” ορίζεται ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [ και μεταγενέστερα κατά την υπ’ αριθ. 2054839/452/002/3 – 9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 447/1992) 150.000 δραχμών ή 440,20 ευρώ, ήδη δε κατά την υπ’ αριθ. 2/59649/0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ Β’ 1427/2001), 2.500 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 20 § 1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του άρθρου 1 § 1 του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1372/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 84 του ν.δ/τος 321/1969 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” και ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 80 του μεταγενέστερου ν. 2362/1995 ” περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ/γμα), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για τυχόν τροποποίησή της, σύμφωνα με το άρθρο 164 ΑΚ, ως τροποποιήσεις δε νοούνται οι ουσιώδεις συμφωνίες που μεταβάλλουν ένα ή περισσότερους όρους της αρχικής δικαιοπραξίας ή συμπληρώνουν αυτούς διευρύνοντας τη δικαιοπραξία κατά το περιεχόμενό της δηλαδή επιφέρουν αύξηση ή μείωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβληθέντων, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 § 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ιδίου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΟλΑΠ 862/1984, ΑΠ 1057/2011, ΑΠ 1135/2010, ΑΠ 1161/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Δεν απαιτείται η υποβολή της συμφωνίας με την οποία τροποποιείται η εν λόγω σύμβαση στον ίδιο τύπο (του ιδιωτικού εγγράφου), αν πρόκειται για όρους, με τους οποίους αυτή καταργείται ολικά ή μερικά ή περιορίζεται η ενέργειά της ή με τους οποίους γίνεται παραίτηση από όρους αυτής (ΑΠ 1966/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 1397/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ.1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α’ του ιδίου Κώδικα ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνιστά, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν στην εκτέλεση του ιδίου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 408/2020, ΑΠ 1442/2012, ΑΠ 1387/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του ιδίου παραπάνω άρθρου (904 ΑΚ), προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή – έστω και έμμεση – (ΑΠ 104/2020, ΑΠ 1705/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο, αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου της ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώσθηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (ΟλΑΠ 23/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1966/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 408/2020, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 1414/2015, ΑΠ 1321/2015 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 216 παρ.1, 335, 337, 338 και 559 αριθ. 1 και 8 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, πλην, όμως, η αγωγή και γενικότερα η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, δεν είναι ανάγκη να περιέχουν νομική βάση. Τυχόν δε μνεία στο αγωγικό δικόγραφο της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών, που επικαλείται ο διάδικος για τη θεμελίωσή της, σε συγκεκριμένη νομική διάταξη ή τυχόν έλλειψη τοιαύτης μνείας, δεν δεσμεύει το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο, εφαρμόζοντας αυτεπάγγελτα το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, ανταγωγής κλπ., και από το περιεχόμενο της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτήν έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων ή από την έλλειψη σχετικού νομικού χαρακτηρισμού (ΑΠ 82/2021, ΑΠ 514/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 1040/2018 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τέλος, εάν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, γιατί κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε όμως να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό μπορεί, γιατί στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν η αγωγή δεν είναι απαράδεκτη ή αόριστη, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε, αλλά νόμιμη, πλην όμως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, στην περίπτωση που η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 44 990, ΑΠ 467/2000 ΕλλΔνη 41 1571, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41 1301, ΑΠ 216/2002 ΕλλΔνη 44 121, ΑΠ 1374/1994 ΕλλΔνη 37 683).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την ένδικη αγωγή της στρεφόμενη κατά των εναγομένων – εφεσιβλήτων ν.π.δ.δ. ισχυρίστηκε ότι δυνάμει της από 12-2-2010 έγγραφης σύμβασης παροχής υπηρεσιών (περίθαλψης ηλικιωμένων), διαρκείας ενός έτους, από 1-1-2011 έως 31-12-2011, ανέλαβε την υποχρέωση να περιθάλψει κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα τέσσερις άπορους ηλικιωμένους δημότες του εναγομένου δήμου Γλυφάδας αντί της συμφωνούμενης αμοιβής, ποσού 720,00 ευρώ μηνιαίως για καθένα από αυτούς (ηλικιωμένους). Ότι στη συνέχεια η σύμβαση αυτή, κατά τη λήξη του συμβατικού της χρόνου, παρατάθηκε με προφορική συμφωνία με τους εκπροσώπους των εναγομένων για αόριστο χρόνο καταλαμβάνοντας έτσι και το επίδικο χρονικό διάστημα, από 1-1-2016 έως 31-6-2017. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 31-6-2016 η ίδια παρείχε στους εναγομένους τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες για τρεις από αυτούς (ηλικιωμένους δημότες) και για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα για δύο από αυτούς, καθώς η μία ηλικιωμένη απεβίωσε τον μήνα Ιούλιο του έτους 2016. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 38.880,00 ευρώ ως συμφωνημένη, με την ως άνω, προφορικά παραταθείσα σύμβαση, αμοιβή της (κύρια αγωγική βάση), άλλως, όλως επικουρικά, να της καταβάλουν το ανωτέρω ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι παρείχε στο ακέραιο και προσηκόντως τις σχετικές υπηρεσίες της στους εναγομένους οι οποίοι πλούτισαν αδικαιολόγητα χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της, ο δε πλουτισμός τους συνίσταται σε ισόποση δαπάνη που εκείνοι εξοικονόμησαν και στην οποία θα υποβάλλονταν, εάν ανέθεταν την εκτέλεση των επίδικων υπηρεσιών περίθαλψης των ηλικιωμένων απόρων δημοτών του πρώτου αντιδίκου με έγκυρη σύμβαση σε άλλο πρόσωπο, το οποίο διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα με αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την ένδικη αγωγή, στο σύνολό της, ως αόριστη διότι: “δεν εκτίθενται με σαφήνεια: α) η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης και το νομικό καθεστώς που τη διέπει… β) …ο τρόπος εμπλοκής του πρώτου εναγομένου στη συμβατική σχέση κυρίως δε τα γεγονότα που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την παθητική νομιμοποίηση του πρώτου εναγομένου ν.π.δ.δ., και γ) αν η σύμβαση παρατάθηκε με αντισυμβαλλόμενο τον πρώτο ή το δεύτερο των εναγομένων”. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της. Με το προαναφερθέν περιεχόμενο η αγωγή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, είναι μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της, καθόσον η επικαλούμενη προφορικά καταρτισθείσα μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων ν.π.δ.δ. τροποποιητική συμφωνία δυνάμει της οποίας παρατάθηκε για αόριστο χρόνο η ισχύς της αρχικά ορισμένου χρόνου και εγγράφως καταρτισθείσας σύμβασης παροχής υπηρεσιών περίθαλψης ηλικιωμένων, που το αντικείμενό της υπερβαίνει το ποσό των 2.5000 ευρώ, είναι άκυρη. Και τούτο διότι δεν τηρήθηκε γι’ αυτήν ο έγγραφος συστατικός τύπος, στον οποίο υπόκειται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 41 εδ. α’ του ν.δ. 496/1974 και 164 ΑΚ, δεδομένου ότι ο έγγραφος τύπος που ορίζει ο νόμος (αρθ. 41 εδ. α’ ν.δ. 496/1974) για τις συμβάσεις με συμβαλλόμενο ν.π.δ.δ. και αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ, απαιτείται και για τις τροποποιήσεις ουσιωδών όρων της, μεταξύ των οποίων η παράταση του χρόνου διάρκειάς της, όπως συνέβη στην ένδικη περίπτωση. Αντίθετα, η επικουρική βάση της αγωγής είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904 παρ.1 και 908 ΑΚ, ενόψει του ότι η διαλαμβανόμενη στο αγωγικό δικόγραφο επίκληση του πλουτισμού των εναγομένων σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας (εκκαλούσας) χωρίς νόμιμη αιτία από την ιστορούμενη στην κύρια βάση προφορικά παραταθείσα σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων ν.π.δ.δ., συνιστά επίκληση της ακυρότητας της θεμελιωτικής της κύριας βάσης της αγωγής σύμβασης παροχής υπηρεσιών, η οποία επίκληση, με πρόσθετη αναφορά ότι τα εναγόμενα ν.π.δ.δ. κατέστησαν πλουσιότερα χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περουσίας της ενάγουσας κατά το αιτούμενο ποσό, το οποίο θα κατέβαλαν ως αμοιβή σε οποιονδήποτε τρίτο που θα τους παρείχε τις ίδιες υπηρεσίες βάσει έγκυρης σύμβασης, αρκεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, για την παραδεκτή σώρευση της επικουρικής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, βάσης. Συνεπώς, έσφαλε, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή, στο σύνολό της, ως αόριστη διότι “δεν εκτίθενται με σαφήνεια: α) η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης και το νομικό καθεστώς που τη διέπει… β) …ο τρόπος εμπλοκής του πρώτου εναγομένου στη συμβατική σχέση κυρίως δε τα γεγονότα που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την παθητική νομιμοποίηση του πρώτου εναγομένου νπδδ, και γ) αν η σύμβαση παρατάθηκε με αντισυμβαλλόμενο τον πρώτο ή το δεύτερο των εναγομένων”, καθώς η αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αιτήματα είναι επαρκώς ορισμένη και πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 118 και 216 ΚΠολΔ, αφού περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από την ενάγουσα κατά των εναγομένων. Συγκεκριμένα δεν απαιτείται μνεία στο αγωγικό δικόγραφο της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται η ενάγουσα για τη θεμελίωσή της σε συγκεκριμένη νομική διάταξη και στην αγωγή αναφέρεται ρητά ως γεγονός που δικαιολογεί την άσκησή της από την ενάγουσα σε βάρος αμφότερων των εναγομένων η προφορική συμφωνία παράτασης της σύμβασης με αμφότερους τους εναγόμενους (βλ. 2η σελ. τελ. παρ. της αγωγής). Όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση και να απορρίψει, για το λόγο αυτό, (ως μη νόμιμη) την κύρια βάση της αγωγής λόγω του ότι η απόφαση, η οποία απορρίπτει την αγωγή ως μη νόμιμη δημιουργεί διαφορετικής εμβέλειας και δυσμενέστερο δεδικασμένο για την ενάγουσα, σε σχέση με την απόφαση, η οποία απορρίπτει αυτή (αγωγή) ως αόριστη και δεν μπορεί να προβεί στην αντικατάσταση των αιτιολογιών της προσβαλλομένης απόφασης, αλλά ούτε και να εξαφανίσει την προσβαλλομένη απόφαση κατά το ανωτέρω κεφάλαιό της διότι, τούτο συνιστά απαγορευμένη, από το άρθρο 536 παρ.1 ΚΠολΔ, χειροτέρευση της θέσης της εκκαλούσας, χωρίς την κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης. Επομένως, η εκκαλουμένη πρέπει να εξαφανισθεί εν μέρει, μόνο ως προς το κεφάλαιο της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, κατ’ αποδοχή του σχετικού, δεύτερου, λόγου της έφεσης, και να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου της έφεσης. Ακολούθως, η αγωγή πρέπει να κρατηθεί, να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, και να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της επικουρικής βάσης, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα υπέρ τρίτων ποσοστά ( βλ. υπ’ αριθ. …………………………………………. παράβολο).
Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να παραληφθεί για την κατ’ ουσία διάγνωση της διαφοράς, καθώς και την με αριθμό 51/27-4-2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα Α…………………….. Χ…………………. που λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Σ………………………… Τ……………….. με την επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου (βλ. την με αριθμό 1690Δ’/23-4-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Ι………………….. Α…………), η οποία (ένορκη βεβαίωση) δε συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο καθώς το ανωτέρω πρόσωπο κατά το χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για τον χαρακτηρισμό της ένορκης κατάθεσης ως ανυπόστατης (βλ. ΑΠ 887/2022, ΑΠ 908/2017, ΑΠ 715/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), δεν είχε πλέον την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, όπως άλλωστε συνομολογείται από το εφεσίβλητο (βλ. 39η σελ. προτάσεών του), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ετερόρρυθμη εταιρία είναι επιχείρηση παροχής υπηρεσιών φροντίδας σε ηλικιωμένους και προς τούτο διατηρεί Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων στη Γλυφάδα Αττικής. Με την με αριθμό 48/2010 απόφαση δ.σ. του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Κέντρο Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων (Κ.Α.Π.Η.) που λειτουργούσε εντός της εδαφικής αρμοδιότητας του Δήμου Γλυφάδας, και καθολικός διάδοχος του οποίου ήταν από 28.2.2011 το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “……………………………………………..” και το διακριτικό τίτλο “…………………………….” μέχρι την 31-12-2023 οπότε και καταργήθηκε αυτοδικαίως και ο Δήμος Γλυφάδας υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος σε όλα τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα αυτού, οι δε εκκρεμείς δίκες, όπως η παρούσα, συνεχίζονται αυτοδικαίως από τον δήμο ή κατά του δήμου χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους του για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή της δίκης (βλ. άρθρο 27 παρ.1 και 3 του ν. 5056/2023), αποφασίστηκε η διενέργεια πρόχειρου διαγωνισμού με κριτήριο κατακύρωσης τη χαμηλότερη τιμή και με αντικείμενο την περίθαλψη τεσσάρων απόρων ηλικιωμένων δημοτών του Δήμου Γλυφάδας σε ιδιωτικό γηροκομείο για ένα έτος. Μειοδότρια στον εν λόγω διαγωνισμό αναδείχθηκε η ενάγουσα και ως επακόλουθο καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας και του ως άνω Κ.Α.Π.Η. Γλυφάδας το από 12.8.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο η πρώτη ανέλαβε να παράσχει υπηρεσίες διαμονής, διατροφής, εξέτασης από καρδιολόγο και παθολόγο και συμμετοχής σε φαρμακευτική περίθαλψη σε τέσσερις άπορους ηλικιωμένους δημότες του Δήμου Γλυφάδας για το έτος 2010 έναντι συνολικής αμοιβής, ποσού 34.560 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, καταβλητέας μετά την πιστοποίηση της εκτέλεσης του εν λόγω έργου από τα αρμόδια όργανα του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία Κέντρο Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων (Κ.Α.Π.Η.). Τα πρόσωπα αυτά ήταν οι Μ……….. Ν…………………, Β………………….. Φ…………………….., Β………………… Α……. και Μ………….Σ……………., οι οποίοι φιλοξενούνταν επ’ αμοιβή ήδη από το 1999 στον εν λόγω οίκο ευγηρίας δυνάμει προφορικών συμφωνιών μεταξύ της επιχείρησης της ενάγουσας και των εκπροσώπων του Δήμου Γλυφάδας και του νπδδ στο πλαίσιο της πολιτικής πρόνοιας αυτών για ηλικιωμένα άτομα που ήταν άστεγα και άπορα, χωρίς οποιαδήποτε βοήθεια από τους οικείους τους, και περιφερόμενα στους δρόμους της Γλυφάδας. Καθόλου το ανωτέρω χρονικό διάστημα και παρά την έλλειψη της σχετικής έγγραφης σύμβασης, η ενάγουσα λάμβανε κανονικά την αμοιβή που της οφειλόταν για τις εν λόγω υπηρεσίες της, το ίδιο δε συνέβη και για το έτος 2010, που καταρτίσθηκε έγγραφη σύμβαση κατά τα ανωτέρω, όπως προκύπτει από το από 23.12.2010 χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου Γλυφάδας. Περαιτέρω, και για το μετέπειτα χρονικό διάστημα η ενάγουσα συνέχισε να παράσχει τις ίδιες υπηρεσίες υπό τους ίδιους όρους δυνάμει προφορικής συμφωνίας που παρέτεινε αορίστως τη χρονική διάρκεια της ανωτέρω σύμβασης με τους νόμιμους εκπροσώπους του Δήμου Γλυφάδας και του νπδδ, όπως ακριβώς συνέβαινε μέχρι το έτος 2010, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι ο Δήμος Γλυφάδας και το νπδδ, που ήταν επιφορτισμένα με τη φροντίδα των προσώπων αυτών κατά τα ανωτέρω, ουδέποτε εκδήλωσαν, μέσω των νομίμων εκπροσώπων τους, τη βούλησή τους να παύσει η παροχή των υπηρεσιών αυτών εκ μέρους της ενάγουσας αναλαμβάνοντας τα εν λόγω πρόσωπα από τον οίκο ευγηρίας αυτής. Η εν λόγω προφορικά παραταθείσα σύμβαση, η οποία διεύρυνε το χρόνο της από 12-8-2010 έγγραφης σύμβασης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην νομική σκέψη, είναι άκυρη διότι δεν καταρτίσθηκε εγγράφως καίτοι αφορά αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 31.12.2011 και από 1.1.2012 έως 31.7.2012 και δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν έλαβε την οφειλόμενη για τις υπηρεσίες της αμοιβή άσκησε σε βάρος των εναγομένων τις από 10.7.2012 αγωγές της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Αθηνών αντίστοιχα, οι οποίες έγιναν δεκτές με τις με αριθμό 7049/2015 και 5411/2014 αποφάσεις αυτών, αντίστοιχα, που κατέστησαν ήδη αμετάκλητες. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με τις αποφάσεις των ανωτέρω Δικαστηρίων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης, ο Δήμος Γλυφάδας και το νπδδ δεν αντιδίκησαν ουσιαστικά επί των εν λόγω αγωγών, αλλά επικαλούνταν την ανάγκη έκδοσης δικαστικής απόφασης για την καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής προς την ενάγουσα ελλείψει έγγραφης σχετικής σύμβασης, ώστε να δικαιολογείται η σχετική δαπάνη στα οικονομικά τους στοιχεία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες της κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2012 μέχρι την 31-12-2015 σε τρία εκ των ως άνω προσώπων, καθώς η Μ………. Ν……………….. απεβίωσε στο μεσοδιάστημα, και δεδομένου ότι η ενάγουσα και πάλι δεν έλαβε την οφειλόμενη για τις υπηρεσίες της αμοιβή άσκησε σε βάρος των εναγομένων την από 1-12-2015 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία έγινε τελεσίδικα δεκτή με την με αριθμό 4179/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1-1-2016 έως 31-12-2017, η ενάγουσα κατά το μεν χρονικό διάστημα από 1-1-2016 έως 31-6-2016 παρείχε στους εναγόμενους τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες της για τρεις από αυτούς (ηλικιωμένους δημότες), ήτοι για τους Β…………………. Φ…………………….., Β……………….. Α…………….. και Μ…………. Σ………………………. και για το δε υπόλοιπο διάστημα για δύο από αυτούς, καθώς η μία ηλικιωμένη , η Β……………. Φ……………… απεβίωσε τον μήνα Ιούλιο του έτους 2016, χωρίς ουδέποτε να λάβει την οφειλόμενη προς τούτο αμοιβή της, οπότε και τα εναγόμενα κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότερα κατά το αντίστοιχο ποσό που εξοικονόμησαν και θα είχαν δαπανήσει αν είχαν αναθέσει στην ενάγουσα ή σε άλλη αντίστοιχη επιχείρηση με έγκυρη σύμβαση την εκτέλεση των ίδιων υπηρεσιών, ήτοι κατά το συνολικό ποσό των 38.880.,00 ευρώ [(3 άτομα X 720,00 ευρώ Χ 6 μήνες) + (2 άτομα Χ 720,00 ευρώ Χ 18 μήνες)]. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει κατά την επικουρική της βάση ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο Δήμος Γλυφάδας να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 38.880,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι και την ολοσχερή εξόφληση (και όχι για το προγενέστερο αυτής (επίδοσης) αιτούμενο χρονικό διάστημα), διότι από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 7 παρ.2 του ΝΔ 496/1974, “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”, η οποία είναι ανάλογη με το άρθρο 21 του ΒΔ της 26.6-10.7.1944, “περί του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου”, και του άρθρου 276 ν. 3463/2006 προκύπτει ότι οι Ο.Τ.Α. για τις οποιεσδήποτε οφειλές τους υποχρεούνται σε καταβολή τόκων μόνο μετά την επίδοση της αγωγής και δεν αρκεί η υπερημερία τους, αν επήλθε με εξώδικη δήλωση ή με την παρέλευση της δήλης ημέρας εκπλήρωσης της οφειλής τους (ΟλΑΟ 10/2008 Αρμ 2008 1182, ΑΠ 1307/2010 ΕΦΑΔ 2011 451, ΑΠ 953/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 6237/2011 ΔΕΕ 2012 552, ΕφΑθ 2886/2008 ΕλλΔνη 2009 199, ΕφΠειρ 492/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά τα ανωτέρω συνεπάγεται και την εξαφάνιση της διάταξής της περί την επιβολή δικαστικής δαπάνης σε βάρος της ενάγουσας (ΑΠ 521/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), οπότε και πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος Δήμος, λόγω της ήττας του στη δίκη (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως κατά τα άρθρα 276 παρ.1 και 281 παρ.2 του Ν. 3463/2006 “περί κυρώσεως του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων”, σε συνδ. με το άρθρο 285 του Ν. 3852/2010, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται, τυπικά και εν μέρει ουσιαστικά, την έφεση κατά της με αριθμό 6390/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της έφεσής της με το με αριθμό …………………………………………… e-παράβολο.
Εξαφανίζει την με αριθμό 6390/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο που αφορά την επικουρική βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Κρατεί και δικάζει την από 3-1-2018, με ΓΑΚ 1080/2018 και ΕΑΚ 116/2018 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το ανωτέρω κεφάλαιο.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τον Δήμο Γλυφάδας να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα ευρώ (38.880,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Καταδικάζει το Δήμο Γλυφάδας στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 15 Μαρτίου 2024 χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Leave a Reply