ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 1409/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(Α Τμήμα)
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Δήμητρα Ολυμπίου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και από την γραμματέα Χριστίνα Παραστατίδου
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Θεσσαλονίκη την 7η Φεβρουαρίου 2025 για να δικάσει την έφεση κατά της με αριθμό 7906/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΚΑΘ’ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ : …….. του ……, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός …………….., με ΑΦΜ ………., που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ………..(ΑΜΔΣΘ……) που προκατέθεσε προτάσεις
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΑΙΤΟΥΣΑΣ : Μονοπρόσωπης Ανώνυμης Εταιρίας υπό την επωνυμία “…………. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” που εδρεύει στην Μεταμόρφωση Αττικής, οδός ……………, με ΑΦΜ ……….και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε δυνάμει της από 5-2-2025 δήλωσης του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Χρήστου Θεοδωρόπουλου (ΑΜΔΣΑ 32571), που προκατέθεσε προτάσεις
Η αιτούσα και νυν εφεσίβλητη άσκησε κατά του καθ’ου η αίτηση και νυν εκκαλούντος την από 4-4-2023 και με αριθμό κατάθεσης ……/……./5-4-2023 αίτησή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία συζητήθηκε την 3-4-2024, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και εκδόθηκε η με αριθμό 7906/11-6-2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έκανε δεκτή την αίτηση ως ουσία βάσιμη και καταδίκασε τον καθ’ου η αίτηση στην δικαστική δαπάνη της αιτούσας ποσού 400,00 ευρώ. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών – καθίου η αίτηση, με την από 20-8-2024 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……/……./20-6-2024 και προσδιορίστηκε στο παρόν Δικαστήριο με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../20-6-2024 πράξη προσδιορισμού, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, οπότε εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο (αριθμ. 29).
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του πινακίου και την συζήτηση αυτής, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται και ζήτησαν, ο πληρεξούσιος της εφεσίβλητης. δια της δηλώσεώς του, να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τον αριθμό 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015 και 44 παρ. 2 Ν. 3994/2011 αντίστοιχα, η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Αντίθετα, η ανωτέρω απαγόρευση δεν ισχύει για τις άνω διαφορές, όταν η υπόθεση πρωτοβαθμίως δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και συνεπώς, δεν είναι υποχρεωτική, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η προφορική συζήτηση, με αποτέλεσμα να είναι παραδεκτή η παράσταση των διαδίκων (εκκαλούντος ή εφεσίβλητου) με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 635/2020, 1478/2019, ΑΠ 476/2017, Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Β.Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, τόμος Β, έκδ. 1994, άρθρο 242, αριθμ. 7, σελ. 131, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 1993, αριθμ. 1008). Η από 20-6-2024 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου …../…../20-6-2024 αντίγραφο αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με αριθμό κατάθεσης πράξης προσδιορισμού ……/……./20-6-2024, κατά της με αριθμό 7906/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως άλλωστε δεν αμφισβητεί η εφεσίβλητη, εντός της τασσόμενης, από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, λαμβανομένου υπόψη ότι η προσβαλλομένη απόφαση επιδόθηκε από την αιτούσα στον καθίου η αίτηση στις 14-6-2024 (βλ. την προσκομιζόμενη με αριθμό 31148/14-6-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Αλέξανδρου Δάλλας η δε έφεση ασκήθηκε από τον εκκαλούντα με την κατάθεση αυτής, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στις 20-6-2024, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με αριθμό 14108/1107/20-6-2024 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Περαπέρω, η κρινόμενη υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων 524 παρ. 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αναλύονται ανωτέρω στη με στοιχείο 1 νομική σκέψη, ώστε να είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, αφού ο ηττηθείς καθ’ού η αίτηση που άσκησε την κρινομένη έφεση είχε παρασταθεί κατά την συζήτηση στον πρώτο βαθμό, όπως άλλωστε και η αιτούσα και προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων. Συνεπώς η παράσταση της εφεσίβλητης-αιτούσας, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι παραδεκτή και η συζήτηση της παρούσας υπόθεσης πραγματοποιείται αντιμωλία των διαδίκων, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, ισχυρισμού του εκκαλούντος περί μη νόμιμης παράστασης της εφεσίβλητης Επιπλέον, εφόσον έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 β. ΚΠολΔ και δη το με αριθμό 68748906495412160031 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ η ως άνω έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Με την από 4-4-2023 αίτησή της, η αιτούσα εταιρία, εξέθετε ότι εις βάρος του καθ’ου η αίτηση έχει απαίτηση ύψους 13.342,78 ευρώ δυνάμει της με αριθμό 498/2018 αμετάκλητης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δη αυτών των μισθωτικών διαφορών και της κάτωθι επικυρωμένου φωτοτυπικού αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής, από 19-9-2022 επιταγής προς πληρωμή που του επιδόθηκε την 21-10-2022. Ότι παρά την ως άνω επίδοση της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή (της οποίας είχε προηγηθεί και η επίδοση στις 27-4-2018 της από 26-4-2018 επιταγής προς πληρωμή αναφορικά με το κηρυχθέν προσωρινά εκτελεστό ποσό της ως άνω απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης) ο καθ’ου η αίτηση δεν της κατέβαλε εκουσίως κανένα χρηματικό ποσό και έτσι η αιτούσα την 8-5-2018 επέβαλε κατάσχεση εις χείρας τρίτου και δη των 4 συστηματικών τραπεζών για το ποσό των 9.634,52 ευρώ η οποία όμως κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο απέβη άκαρπος. Ότι η αιτούσα κατόπιν τούτου κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης εις βάρος του καθ’ου την από 18-11-2019 αίτηση με την οποία ζητούσε να δώσει αυτός βεβαιωτικό όρκο αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία του και να υποβάλει σχετικό κατάλογο, αίτηση που έγινε δεκτή με την με αριθμό 754/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και ο καθ’ου την 22-6-2021 υπέβαλε κατάλογο περιουσιακών του στοιχείων βάσει του οποίου ανέφερε ότι έχει στην κυριότητά του έναν αγρό, ένα ΙΧΕ μεταχειρισμένο όχημα και 9 μηχανήματα μηχανολογικού εξοπλισμού. Ότι εν συνεχεία η αιτούσα την 2-11-2022 προέβη στην κατάσχεση των επτά εκ των εννέα εκτυπωτικών μηχανημάτων και ο καθ’ου άσκησε κατά της άνω κατάσχεσης, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης την από 15-11-2022 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που έγινε δεκτή με την με αριθμό 38/2023 απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Ότι κατά της τελευταίας απόφασης η αιτούσα άσκησε την από 6-3-2023 έφεση δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 8-5-2023. Ότι η αιτούσα παρά το γεγονός ότι έχει επιχειρήσει εις βάρος του καθ’ου πολλές πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν έχει καταφέρει 5 έτη μετά την έκδοση του εκτελεστού της τίτλου να εισπράξει έναντι της απαίτησής της κανένα ποσό και ότι δεν υφίσταται άλλος τρόπος αναγκαστικής εκτέλεσης προκειμένου να ικανοποιηθεί αυτή παρά μόνο η επιβολή αναγκαστικής διαχείρισης στην ατομική επιχείρηση του καθ’ου. Βάσει των ανωτέρω η αιτούσα ζητούσε με απόφαση προσωρινά εκτελεστή α) να διαταχθεί η επιβολής αναγκαστικής διαχείρισης της ατομικής επιχείρησης του καθ’ου η αίτηση, β) να διοριστεί ως διαχειριστής αυτής ο καθ’ου με επόπτη τον έχοντα προς τούτο τις γνώσεις και τις δεξιότητες, Αλέξανδρο Γαϊτανίδη, υπάλληλο της αιτούσας και γ) να καταδικαστεί η καθ’ου στην δικαστική της δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφαση, με την οποία αφού δέχτηκε ότι α) η ένδικη αίτηση με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον αυτού, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 1034 και 683 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1034, 1036, 1037, 1038, 1039, 907 908 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ, εν συνεχεία, απορρίπτοντας τις ενστάσεις του καθ’ου των άρθρων 281 ΑΚ και 1035 ΚΠολΔ καθώς και τον ισχυρισμό αυτού ότι η ένδικη αίτηση υπερβαίνει την αρχή της αναλογικότητας, δέχθηκε την αίτηση και α) διέταξε την αναγκαστική διαχείριση της ατομικής επιχείρησης του καθ’ου διορίζοντας ως αναγκαστικό διαχειριστή αυτής τον καθ’ου και επόπτη αυτού τον υπάλληλο της αιτούσας Αλέξανδρο Γαϊτανίδη, καταδικάζοντας παράλληλα τον καθίου στην δικαστική δαπάνη της αιτούσας ποσού 400,00 ευρώ. Κατ’ αυτής της απόφασης παραπονείται ο εκκαλών καθ’ού η αίτηση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την παραδοχή της έφεσης του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και στη συνέχεια την απόρριψη της, εναντίον του, αίτησης της εφεσίβλητης καθώς και την καταδίκη αυτής στα δικαστικά της έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
ΙΙ. Η αναγκαστική διαχείριση καθιερώνεται παράλληλα με την κατάσχεση και την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης του δανειστή. Σκοπός της δηλαδή είναι η από τα εισοδήματα της επιχείρησης του οφειλέτη, που τίθεται υπό αναγκαστική διαχείριση (οικονομική εκμετάλλευση της περιουσίας του οφειλέτη), ικανοποίηση του δανειστή του για την αποτροπή του πλειστηριασμού της. Πρόκειται για αυτοτελές μέσο ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι ασφαλιστικό μέτρο. Απλώς, η αίτηση για την επιβολή αναγκαστικής διαχείρισης δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά τηρούνται σε αυτήν και οι σχετικές για το πινάκιο διατάξεις του άρθρου 226 ΚΠολΔ. Η δίκη που ανοίγεται μ’ αυτήν θεωρείται δίκη περί την εκτέλεση. Για το ορισμένο της αίτησης επιβολής αναγκαστικής διαχείρισης απαιτείται η αναφορά (πλην των στοιχείων των άρθρων 117 και 118 ΚΠολΔ) α) των στοιχείων της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων ήτοι των περιστατικών που θεμελιώνουν αφενός την ιδιότητα του αιτούντος ως δανειστή που διατηρεί ορισμένη χρηματική απαίτηση, εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο κατά του καθ’ου η αίτηση – εκτέλεση, οφειλέτη στον οποίο έχει προηγηθεί και κοινοποίηση επιταγής προς πληρωμή β) της ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου (ακινήτου ή επιχείρησης) της αναγκαστικής διαχείρισης ώστε να υπάρχει επαρκής εξειδίκευση αυτού και να μην δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του και γ) του αιτήματος παροχής της άδειας επιβολής της αναγκαστικής διαχείρισης, ενώ αντίθετα δεν απαιτείται η παράθεση των ιδιαιτέρων λόγων που επιβάλλουν την αναγκαστική διαχείριση, αφού η χρησιμοποίηση οιουδήποτε από τα μέσα εκτέλεσης προς ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή που έχει εκτελεστό τίτλο, μεταξύ των οποίων και η αναγκαστική διαχείριση, απόκειται στην κρίση αυτού. Οι λόγοι που, κατά το άρθρο 1035 ΚΠολΔ, αποκλείουν την επιβολή της αναγκαστικής διαχείρισης δεν αποτελούν στοιχεία του ορισμένου της αίτησης αναγκαστικής διαχείρισης αλλά την ύπαρξη αυτών πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο καθ’ ου η εκτέλεση (ΕφΑθ 5461/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπρίνια «Αναγκ. Εκτέλεσις». Τομ. Ε΄, παρ. 711, 713, Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Ειδικό Μέρος, σελ. 1002, Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολδ, στο άρθρο 1034 αρ. 2, 6 και 12). Οι περιοριστικώς αναφερόμενοι στη άνω διάταξη λόγοι αποκλεισμού είναι οι εξής: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι από τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχείρησης δεν καθίσταται δυνατή η μέσα σε εύλογο χρόνο ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή β) αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το ποσό της απαίτησης δε δικαιολογεί τη θέση του ακινήτου ή της επιχείρησης υπό αναγκαστική διαχείριση, καθόσον θα ήταν ανεπιεικές η θέση υπό αναγκαστική διαχείριση ακινήτου ή επιχείρησης για μικρού ύψους απαιτήσεις γ) αν πρόκειται για μικρή επιχείρηση ή για ακίνητο μικρής αξίας, καθόσον θα ήταν ανεπιεικής η θέση υπό αναγκαστική διαχείριση μικρής επιχείρησης ή μικρής αξίας ακινήτου και δ) οσάκις ζητείται η θέση σε αναγκαστική διαχείριση επιχείρησης αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι για να μην τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση. Στο νόμο δεν καθορίζονται οι σπουδαίοι λόγοι, γι’ αυτό το δικαστήριο θα πρέπει να εντάξει τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια του σπουδαίου λόγου. Τέτοια περιστατικά που συνθέτουν την έννοια του σπουδαίου λόγου ενδεικτικά είναι αλοι προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες του καθ’ ου η εκτέλεση, από τις οποίες εξαρτάται η λειτουργία της απόδοσης της επιχείρησης. όπως η επιχειρηματικότητα, η πείρα, οι γνώσεις, η δραστηριότητα, καθώς και η χρησιμοποίηση ορισμένων μεθόδων, οι οποίες δεν είναι δυνατό ή επιτρεπτό να χρησιμοποιηθούν από άλλα πρόσωπα, β) το γεγονός ότι η αναγκαστική διαχείριση της επιχείρησης μπορεί να καθίσταται προδήλως ασύμφορη, όταν η λειτουργία και η απόδοση της εξαρτάται κατά πολύ από την ικανότητα και την προσωπική απασχόληση της οφειλέτιδας, γ) το γεγονός ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση λειτουργεί με μεθόδους που συνιστούν επαγγελματικό απόρρητο κ.λ.π. Συνεπώς το δικαστήριο κρίνει τη σκοπιμότητα της αναγκαστικής διαχείρισης και γι’ αυτό αν προβλέπεται ότι αυτή δεν πρόκειται να είναι επωφελής ως προς την ικανοποίηση των δανειστών ή ότι θα είναι εξουθενωτική ή βλαπτική για την υπό διαχείριση επιχείρηση, το δικαστήριο θ’ απορρίψει τη σχετική αίτηση αφού ο σκοπός της διαχείρισης συνίσταται στη με την τακτική εκμετάλλευση ικανοποίηση των δανειστών χωρίς βλάβη της οικονομικής υπόστασης του υπό διαχείριση αντικειμένου, (ΕΑ 264/2017, Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τόμος ΣΤ, εκδ. 1997, άρθρο 1034 επόμ., σελ. 607 επόμ.). Πριν όμως από την προαναφερόμενη έρευνα της σκοπιμότητας της αναγκαστικής διαχείρισης, το Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει την νομιμότητα της επιβολής της αναγκαστικής διαχειρίσεως ήτοι την συνδρομή των γενικών προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτελέσεως και δη α) την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου του δανειστή, β) εάν η απαίτηση του τελευταίου είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη γ) την νομιμοποίηση των διαδίκων (επισπεύδοντος δανειστή και καθίου η εκτέλεση) και δ) την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στον καθίου η εκτέλεση -οφειλέτη καθώς και την παρέλευση της οριζόμενης από την παράγραφο 1 του άρθρου 926 ΚΠολΔ, 3ημερης προθεσμίας. Η ανάγκη να υπάρχουν οι άνω τυπικές προϋποθέσεις απορρέει, ευθέως από την παράγραφο 2 του άρθρου 1034 ΚΠολΔ, αλλά και από το γεγονός ότι πρόκειται για χρήση ενός προβλεπόμενου στο άρθρο 951 παρ. 1 ΚΠολΔ, μέσου εκτελέσεως. Περαιτέρω η απόφαση που δέχεται την αίτηση, διατάσσει την αναγκαστική διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησης του καθίου η εκτέλεση και παράλληλα διορίζει αναγκαστικό διαχειριστή των ανωτέρω, χωρίς όρους ή περιορισμούς. Η επιλογή του προσώπου του διαχειριστή γίνεται από το Δικαστήριο χωρίς να απαιτείται πρόταση προς τούτο από τον αιτούντα, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η υποβολή πρότασης από τον τελευταίο καθώς και από τον καθ’ ου η εκτέλεση. Ως διαχειριστής μπορεί να διοριστεί οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κρίνεται κατάλληλο προς τούτο από το δικαστήριο, ακόμη και ο καθ’ ού η εκτέλεση, μόνο που στην περίπτωση αυτή απαιτείται παράλληλα ο διορισμός επόπτη του διαχειριστή καθ’ου η εκτέλεση (άρθρο 1037 παρ. 2 εδ. β. ΚΠολΔ). Η διαχείριση δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, καθόσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος πραγμάτωσης του επιδιωκόμενου σκοπού της. Αν με την απόφαση τεθεί χρονικός περιορισμός η απόφαση είναι αντίθετη στο νόμο, αλλ’ εφόσον δεν προσβληθεί με έφεση έχει πλήρη ισχύ. Σε περίπτωση που η διαχείριση αποβεί μη συμφέρουσα, παρέχεται στο δικαστήριο η εξουσία διακοπής της (1046 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ). Η απόφαση υπόκειται μόνο σε έφεση, όμως τόσο η προθεσμία όσα και η άσκηση της έφεσης δεν εμποδίζει την επιβολή της αναγκαστικής διαχείρισης, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1034 παρ. 3, εκτός αν, υπό τους όρους άρθρου 912 ΚΠολΔ, διαταχθεί η αναστολή της εκτέλεσης αυτής. Επομένως η αναγκαστική διαχείριση μπορεί να επιβληθεί με την κοινοποίηση της οριστικής απόφασης και πριν από την τελεσιδικία της. Περαιτέρω, όπως σαφώς συνάγεται από το άρθρο 1039 ΚΠολΔ, η αναγκαστική διαχείριση συνίσταται στην με την τακτική εκμετάλλευση ικανοποίηση των δανειστών χωρίς βλάβη της οικονομικής υπόστασης του υπό διαχείριση αντικειμένου. Κατά το άρθρο 1039 παρ. 1 ΚΠολΔ τα διαχειριστικά καθήκοντα του διαχειριστή συνίστανται στην ενέργεια οποιασδήποτε πράξης για την τακτική και επωφελή οικονομική εκμετάλλευση του ακινήτου ή της επιχείρησης, όπως με τη συλλογή καρπών, την εκποίηση αυτών, την είσπραξη των εισοδημάτων, την αγορά πρώτων υλών, την πρόσληψη προσωπικού κ.λ.π., υπό τους περιορισμούς της διατήρησης του ακινήτου ή της επιχείρησης σε καλή κατάσταση και της αποφυγής πράξεων οι οποίες που παραβλάπτουν την οικονομική κατάσταση κατάσταση αυτών, αυτών, αλλιώς υποχρεούται σε αποζημίωση του οφειλέτη και των δανειστών, καθόσον ευθύνεται για κάθε αμέλεια. Έτσι μπορεί προς ωφέλεια της διαχείρισης να απολύει μισθωτούς, υπαλλήλους ή εργάτες ή να προσλαμβάνει τέτοιους υπό τον περιορισμό της παρ. 4 του άρθρου 1039 ΚΠολΔ, ενώ οι προϋφιστάμενες ενοχικές συμβάσεις ως μίσθωση ακινήτου ή πρόσληψη προσωπικού είναι δεσμευτικές για τη διαχείριση. Η από τον διαχειριστή εκμετάλλευση της επιχείρησης πρέπει να γίνεται υπό την υπάρχουσα οικονομική κατάσταση και να μη μεταβάλλεται η φύση και η συνήθης τακτική αυτής. Κατά δε το άρθρο 1039 παρ. 2 ΚΠολΔ πρωταρχικό μέλημα του διαχειριστή, με την ανάληψη των καθηκόντων του, είναι η είσπραξη των απαιτήσεων του καθ’ου η εκτέλεση, εφόσον αυτές προήλθαν από την εκμετάλλευση της επιχείρησης και ανεξάρτητα από το χρόνο γένεσης τους. Προς το σκοπό αυτό έχει το καθήκον να ειδοποιήσει εγγράφως, με την ανάληψη των καθηκόντων του, τους οφειλέτες του καθ’ τού ού η η εκτέλεση για την επιβληθείσα αναγκαστική διαχείριση και την κατ’ ακολουθίαν αυτής υποχρέωση τους να καταβάλουν τις οφειλές τους προς αυτόν. Από Από την καταβολή απ’ αυτούς των οφειλών τους μετά την άνω ειδοποίηση, στον οφειλέτη δεν απαλλάσσονται έναντι του διαχειριστή, ο οποίος δικαιούται να επιδιώξει τη δικαστική είσπραξη τους. Παράλληλα ο διαχειριστής υποχρεούται να οφειλόμενα, ακόμη και όταν οι σχετικές υποχρεώσεις αναλήφθηκαν από τον να καταβάλει τα προς τρίτους οφειλέτη πριν από τη διαχείριση. Επιτρεπτός είναι, ακόμη, απαίτησης τρίτου, του οποίου οι προϋποθέσεις επήλθαν μετά την αναγκαστική συμψηφισμός διαχείριση, αφού, άλλωστε, η αναγκαστική διαχείριση δεν αποτελεί, όπως η πτώχευση, συλλογική εκτέλεση, αλλά μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, το οποίο δικαιούται, αλλά δεν υποχρεούται, να χρησιμοποιήσει οποιοσδήποτε δανειστής, ο οποίος έχει τη δυνατότητα ικανοποίησης με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο.
Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων Αλέξανδρου Γαϊτανίδη και Ερμιόνης Ζαχοπούλου, που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν νόμιμα και με επίκληση ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσκομίσουν νόμιμα με επίκληση και πάλι στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα που επιτρεπτώς προσκομίζουν οι διάδικοι στο παρόν Δικαστήριο για πρώτη φορά, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη, (ΑΠ 988/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου λόγοι απόκρουσης τους, για κάποια από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα (ΑΠ 250/2000, ΕλλΔικ 41,980) άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 ΚΠολΔ), από τις προσκομιζόμενες από τον καθ’ ου η αίτηση φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 αρ 3 και 448 παρ 2 και 457 παρ 4 ΚΠολΔ), από τις συναγόμενες κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ ομολογίες των διαδίκων, που ειδικότερα μνημονεύονται παρακάτω και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρα 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η αιτούσα είναι ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο την εμπορία και διακίνηση φωτοαντιγραφικών και εκτυπωτικών μηχανημάτων ενώ ο καθ’ ου διατηρεί ατομική επιχείρηση τυπογραφείου στην Θεσσαλονίκη σε μίσθιο κατάστημα επί της οδού Βασ. Γεωργίου 40. Την 27-1-2015 οι άνω διάδικοι σύναψαν μεταξύ τους την με αριθμό 1732/2015 σύμβασης μίσθωσης και συντήρησης εκτυπωτικών μηχανημάτων. Η επαγγελματική συνεργασία των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και η αιτούσα αφού την 5-10-2016 κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση με την από 23-9-2016 εξώδικο εν συνεχεία κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά του καθ’ου η αίτηση την από 18-10- 2016 και με αριθμό κατάθεσης 4695/2016 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην του καθ’ου η με αριθμό 663/2017 απόφαση του άνω Δικαστηρίου η οποία αναγνώρισε προσωρινά την αιτούσα νομέα του μίσθιου εξοπλισμού και δη 2 εκτυπωτικών μηχανημάτων που είχε παραδώσει στην επιχείρηση του καθ’ου κατά χρήση και διέταξε τον τελευταίο να της τα αποδώσει. Η αιτούσα κοινοποίησε στον καθ’ου την από 24-5-2017 επιταγή προς απόδοση όμως ο τελευταίος δεν συμμορφώθηκε εκουσίως και έτσι η αιτούσα προχώρησε σε αναγκαστική εκτέλεση και αφήρησε αυτά βάσει της με αριθμό 163/23-10-2017 έκθεσης αφαίρεσης κινητών του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Αλέξανδρου Δάλλα. Παράλληλα πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα επί της από 18-10-2016 και με αριθμό κατάθεσης 44165/1781/2016 αγωγής που είχε καταθέσει στο Ειρηνοδικείο Αθηνών κατά του καθ’ου, ζητώντας να της επιδικασθεί το ποσό των 9.112,23 ευρώ για την αμοιβή αυτής από την συντήρηση των μηχανημάτων και την ποινική ρήτρα από την σύμβαση μίσθωσης, εκδόθηκε ερήμην του καθ’ου η με 4911/2017 απόφαση του άνω Δικαστηρίου που παρέπεμψε την αγωγή αναφορικά με το αγωγικό αίτημα των 7.891,20 ευρώ στην προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη για το ποσό των 1.221,03 ευρώ που η αιτούσα ζητούσε βάσει της σύμβασης παροχής υπηρεσιών προς τον καθ’ου. Ακολούθως η αιτούσα με την από 5-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης 52226/1821/2017 κλήση της επανέφερε προς συζήτηση την αγωγή της αναφορικά με το ποσό των 7.891,20 ευρώ και το Ειρηνοδικείο Αθηνών εξέδωσε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δη των μισθωτικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την με αριθμό 498/2018, ήδη αμετάκλητη, απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη και υποχρεώθηκε ο νυν καθ’ου να καταβάλει στην νυν αιτούσα το ποσό των 7.891,20 ευρώ. Η αιτούσα επέδωσε στον καθ’ου την 27-4-2018 ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω με αριθμό 498/2018 απόφασης μετά της κάτωθι αυτού από 26-4-2018 επιταγής προς πληρωμή, σύμφωνα με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 7.891,20 ευρώ β) για τόκους μέχρι την σύνταξη της επιταγής (26-4-2018) το ποσό των 933,52 ευρώ γ) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 350,00 ευρώ δ) για έκδοση απογράφου, τέλη υπέρ ΟГА και ένσημα λήψης επικυρωμένου αντιγράφου το ποσό των 166,40 ευρώ ε) για την σύνταξη της επιταγής και παραγγελίας προς τον δικαστικό επιμελητή το ποσό των 250,00 ευρώ και στ) για την επίδοση του αντιγράφου μετ’ επιταγής το ποσό των 43,40 ευρώ και συνολικά το ποσό των 9.634,52 ευρώ. Ο καθ’ου οφειλέτης ουδέν ποσό κατέβαλε στην αιτούσα και έτσι η τελευταία επέδωσε το και της από 8-5-2018 κατασχετήριο εις χείρας της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» της «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑΣ» «ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» στις 10-5-2018 και εις χείρας της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΡΑΙΩΣ» στις 11-5-2018 καθώς και στον καθ’ου την 16-5-2018. Εκ των ανωτέρω τραπεζών η ΕΤΕ δεν κατέθεσε δήλωση ενώ α) η ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ κατέθεσε την με αριθμό Γ4156/15-5-2018 δήλωση τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών βάσει της οποίας δήλωνε ότι δεν υφίσταται απαίτηση του καθ’ου στην τράπεζα και δεν έχει επιβληθεί άλλη κατάσχεση εις χείρας της που να αφορά τον τελευταίο β) η «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ» κατέθεσε την με αριθμό 5355/2018 δήλωση τρίτου βάσει της οποίας δήλωνε ότι στο με αριθμό 0403 κατάστημά της ο καθ’ου διατηρεί κοινό λογαριασμό με πιστωτικό υπόλοιπο 5,80 ευρώ εκ του οποίου δεν δεσμεύει κανένα ποσό καθώς αυτός είναι δεσμευμένος αφού προϋφίστανται αναγκαστικές κατασχέσεις από την ΖΙ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης την 4-7-2014 έως του ποσού των 19.174,24 ευρώ και την 27-4-2018 έως του ποσού των 55.708,01 ευρώ και γ) η «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» κατέθεσε την με αριθμό Π003880/2018 δήλωση τρίτου βάσει της οποίας δήλωνε ότι ο καθ’ου διατηρεί λογαριασμό μισθοδοσίας για τον οποίο υπάρχει ακατάσχετο έναντι του Δημοσίου από τις 24-9-2014, με πιστωτικό υπόλοιπο 670,49 ευρώ εκ του οποίου δεν δεσμεύει κανένα ποσό καθώς αυτός είναι δεσμευμένος αφού προϋφίστανται αναγκαστικές κατασχέσεις από την Ζ. Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης την 3-7-2014 έως του ποσού των 19.174,24 ευρώ και την 27-4-2018 έως του ποσού των 55.708,01 ευρώ και 2 έτερους λογαριασμούς με πιστωτικό υπόλοιπο ποσού 25,22 ευρώ και 2,76 ευρώ αντίστοιχα εκ των οποίων δέσμευσε ποσό 1,38 ευρώ. Μετά την ως άνω άκαρπη προσπάθεια ικανοποίησης της απαίτησής της, η αιτούσα κατέθεσε κατά του καθ’ου την από 18-11-2019 και με αριθμό κατάθεσης 40889/1069/2019 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 754/2020 απόφαση του άνω Δικαστηρίου που υποχρέωσε τον καθ’ου υποβάλει πλήρη κατάλογο των περιουσιακών του στοιχείων (κινητών και ακινήτων) καθώς και των τυχόν απαλλοτριώσεων ακινήτων που διενήργησε την τελευταία πενταετία και να δώσει ενώπιον του Δικαστηρίου βεβαιωτικό όρκο περί της ακρίβειας του υποβληθέντος καταλόγου. Ο καθ’ου την 22-6-2021 υπέβαλε τον με την ίδια ημερομηνία κατάλογο βάσει του οποίου δήλωνε ότι το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων ήτο 1) ένας αγρός με αριθμό Ν. 676 εμβαδού 9.060 τ.μ. στον Δήμο Εχεδώρου Θεσσαλονίκης 2) ένα ΙΧΕ όχημα με αριθμό κυκλοφορίας ΙΖΤ μάρκας FIAT GRANDE PUNTO που αγοράστηκε μεταχειρισμένο 3) ένα ασπρόμαυρο εκτυπωτικό μηχάνημα, εργοστασίου κατασκευής Konica Minolta 1050 a/m, με άνω των 200.000.000 τυπωμάτων, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2013, 4) ένα έγχρωμο εκτυπωτικό μηχάνημα, εργοστασίου κατασκευής Konica Minolta 6500, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2013, 5) ένα μηχάνημα εκτυπώσεων, εργοστασίου κατασκευής Konica Minolta C280, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2013, 6) ένα μηχάνημα κοπής-μαχαίρι, εργοστασίου κατασκευής Polar 75, μοντέλο του 1950, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2013, 7) ένα πτυσσόμενο μηχάνημα Heidelberg (όρθιο), μοντέλο του 1950, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2013, 8) ένα μηχάνημα πλαστικοποίησης 35Χ50, μοντέλο του 1957, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2013, 9) ένα μηχάνημα σχεδίου, εργοστασίου κατασκευής OCE a/m, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2019, 10) ένα κοπτικό μηχάνημα, εργοστασίου κατασκευής SUMMA CUT, το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2013 και 11) ένα μηχάνημα καρφίτσα (όρθιο) 25/40. το οποίο αγόρασε μεταχειρισμένο το 2013. Ακολούθως πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα την 30-7-2021 επέδωσε στον καθ’ου η αίτηση, την από 16-7-2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της προαναφερόμενης με αριθμό 498/2018 αμετάκλητης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει το ποσό των 12.286,89 ευρώ. Ο καθ’ ου κατά της τελευταίας επιταγής προς πληρωμή κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 13-9-2021 και με αριθμό κατάθεσης …../…../2021 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 282/2022 απόφαση του άνω Δικαστηρίου που δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως της τότε καθ’ης η ανακοπή και νυν αιτούσας παρέπεμψε προς εκδίκαση την ανακοπή στο κατά τόπο προς τούτο αρμόδιο Δικαστήριο ήτοι το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Ο καθ’ου δεν επανέφερε προς εκδίκαση την προαναφερόμενη ανακοπή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και η αιτούσα την 21-10-2022 του επέδωσε την από 19-9-2022 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της προαναφερόμενης με αριθμό 498/2018 αμετάκλητης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει το ποσό των 13.342,78 ευρώ και ακολούθως με την με αριθμό 190/1- 11-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητού Αλέξανδρου Δάλλα, επέβαλε κατάσχεση σε επτά εκ των προαναφερόμενων εννέα μηχανημάτων, ιδιοκτησίας του καθ’ου και ορίστηκε ηλεκτρονικός πλειστηριασμός αυτών η 5-4-2023 με συνολική τιμή πρώτης προσφοράς αυτών, το ποσό των 4.800,00 ευρώ. Η ανωτέρω έκθεση κατάσχεσης επιδόθηκε στον καθ’ου την 2-11-2022 και ο τελευταίος άσκησε κατά αυτής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 15-11-2022 και με αριθμό κατάθεσης 37921/409/2022 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 38/2023 απόφαση που την έκανε δεκτή και ακύρωσε την ως άνω με αριθμό 190/2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης. Κατά της τελευταίας απόφασης πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα άσκησε την από 6-3-2023 και με αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου 7908/222/2023 έφεση, δικάσιμος της οποίας με την με αριθμό κατάθεσης 5563/4751/2023 πράξη προσδιορισμού ορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η 8-5-2023 ενώ παράλληλα κατέθεσε και την ένδικη αίτηση περί υποβολής της επιχείρησης του καθ’ου σε αναγκαστική διαχείριση δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 9-6-2023 και μετά αναβολών η 3- 4-2024. Επί της άνω εφέσεως της αιτούσας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 14221/30-10-2023 απόφαση του άνω (δικάσαν ως Εφετείο) Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία η έφεση της αιτούσας έγινε δεκτή τύποις και ουσία και εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 38/2023 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και η ανακοπή του νυν καθ’ου η αίτηση κατά της με αριθμό 190/2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών δικάστηκε και απορρίφθηκε. Ακολούθως η αιτούσα δυνάμει της με αριθμό 36331/21-3-2024 δήλωσης συνέχισης επισπεύδοντα για ορισμό νέας ημερομηνίας ηλεκτρονικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νικολάου Νικολάκη, προσδιόρισε νέο ηλεκτρονικό πλειστηριασμό των κινητών μηχανημάτων του καθ’ου για τις 24-5-2024, την δε δήλωση αυτή συνέχισης την κοινοποίησε στον καθ’ου την 27-3-2024. Ο καθ’ου κατά της πράξης αυτής αναγκαστικής εκτέλεσης κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης την από 12-4-2024 και με αριθμό κατάθεσης …../…./2024 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ για την οποία δικάσιμος ορίσθηκε η 16-5-2024 και την από 15-4-2024 και με αριθμό κατάθεσης 14037/179/2024 αίτηση αναστολής επί της οποίας συζήτησης γενομένης την 13-5-2024 αντιμωλία των διαδίκων εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η με αριθμό 168/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης που δέχτηκε την αίτηση και ανέστειλε τον προσδιορισθέντα για τις 24-5-2024 πλειστηριασμό μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προαναφερόμενης ανακοπής που άσκησε ο νυν καθίου του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η τελευταία (ανακοπή του καθ’ου του άρθρου 933 ΚΠολΔ) εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων την 16-5-2024 αλλά δεν πιθανολογήθηκε ότι εκδόθηκε έως σήμερα απόφαση επ’αυτής. Προ της εκδίκασης της ένδικης αίτησης και ειδικότερα την 3-2-2025 ο καθ’ου απέστειλε μέσω του πληρεξουσίου του δικηγόρου πρόταση συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και συγκεκριμένα πρότεινε η απαίτηση της αιτούσας να περιορισθεί από το ποσό των 13.342,78 ευρώ στο ποσό των 8.000,00 ευρώ το οποίο θα εξοφληθεί σε χρονικό διάστημα 4 ετών με καταβολή ποσού 2.000,00 ευρώ για κάθε έτος, η οποία δεν έγινε δεκτή και η αιτούσα αντιπρότεινε η απαίτησή της να περιοριστεί στο ποσό των 12.500,00 ευρώ εκ του οποίου ποσό 2.500,00 ευρώ ο καθ’ου θα της κατέβαλε την 5-2-2025 και το υπόλοιπο ποσό των 10.000,00 ευρώ σε 10 μηνιαίες δόσεις ποσού 1.000,00 ευρώ εκάστη αρχής γενομένης το πρώτο πενθήμερο μηνός Μαρτίου 2025 και λήξης τον Δεκέμβριο του 2025 η οποία ομοίως δεν έγινε αποδεκτή από τον καθ’ου. Βάσει όλων των προαναφερόμενων, πιθανολογήθηκε ότι αναφορικά με τον έλεγχο της νομιμότητας της ένδικης αίτησης επιβολής αναγκαστικής διαχείρισης, συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά της ατομικής επιχείρησης του καθ’ου, (ομοία κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που δεν προσβλήθηκε με σαφή και συγκεκριμένο λόγο έφεσης) και ειδικότερα ότι η αιτούσα έχει κατά του καθ’ου η αίτηση, εκτελεστό τίτλο και δη την με αριθμό 498/2018 αμετάκλητη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών βάσει της οποίας είναι δυνατή η κατά αυτού αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής η οποία είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη καθώς η αιτούσα την 21-10-2022 επέδωσε στον καθίου την από 19-9-2022 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της προαναφερόμενης με αριθμό 498/2018 αμετάκλητης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 13.342,78 ευρώ και δη α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 7.891,20 ευρώ β) για τόκους μέχρι την σύνταξη της επιταγής (19-9-2022) το ποσό των 3.455,36 ευρώ γ) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 350,00 ευρώ δ) για έκδοση απογράφου, τέλη υπέρ ΟΓΑ και ένσημα λήψης επικυρωμένου αντιγράφου το ποσό των 166,40 ευρώ ε) για την σύνταξη της από 26-4-2018 επιταγής και παραγγελίας προς τον δικαστικό επιμελητή το ποσό των 250,00 ευρώ στ) για την επίδοση του ως άνω αντιγράφου μετ’ επιταγής το ποσό των 43,40 ευρώ ζ) για τόκους των με στοιχεία γ,δ, ε και στ κονδυλίων από τις 28-4-2018 επομένη ημέρα κοινοποίησης της από 26-4-2018 επιταγής το ποσό των 258,18 ευρώ η) για την σύνταξη της από 16-7-2021 επιταγής και παραγγελίας προς τον δικαστικό επιμελητή το ποσό των 250,00 ευρώ θ) για την επίδοση του ως άνω αντιγράφου μετ’ επιταγής το ποσό των 43,40 ευρώ ι) για τόκους των με στοιχεία η και θα κονδυλίων από τις 31-7-2021 επομένη ημέρα κοινοποίησης της από 16-7-2021 επιταγής το ποσό των 24,44 ευρώ ια) για την σύνταξη του από 8-5- 2018 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτων και την παραγγελία επίδοσης προς τον δικαστικό επιμελητή το ποσό των 100,00 ευρώ ιβ) για την επίδοση του ως άνω κατασχετηρίου προς τις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες το ποσό των 217,00 ευρώ ιγ) για την σύνταξη της παρούσας (19-9-2022)επιταγής και της παραγγελίας επίδοσης στον δικαστικό επιμελητή το ποσό των 250,00 ευρώ και ιδ) για την επίδοση της άνω επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 43,40 ευρώ. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε η νομιμοποίηση των διαδίκων και δη της αιτούσας ως επισπεύδοντος δανειστή και του καθ’ου η αίτηση ως καθίου η εκτέλεση καθώς και η παρέλευση από την επίδοση των άνω επιταγών προς εκτέλεση στον καθίου η αίτηση εκτέλεση οφειλέτη της οριζόμενης από την παράγραφο 1 του άρθρου 926 ΚΠολΔ, 3ημερης προθεσμίας. Σημειώνεται ότι δεν τίθεται θέμα ακυρότητας του επιχειρούμενου μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης αναγκαστικής διαχείρισης της αιτούσας, βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 926 ΚΠολΔ παρόλου που η τελευταία επιταγή προς εκτέλεση στον καθίου επιδόθηκε την 21-10-2022 και η ένδικη αίτηση επιδόθηκε στον καθ’ου την 14-6-2024, καθώς κατά την αληθή έννοια της ακυρότητας που προβλέπει η ως άνω διάταξη, άκυρη είναι (και μάλιστα χωρίς την ανάγκη επίκλησης βλάβης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άριρου 159 ΚΠολΔ) η επιχειρούμενη μετά την παρέλευση του έτους από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, πρώτη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Αντίθετα όταν μέσα στην προθεσμία του έτους από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης, τότε η παραπέρα πορεία της αναγκαστικής εκτέλεσης συνεχίζεται (ακόμα και με την χρήση περισσοτέρων μέσων εκτέλεσης) και πέρα από το έτος, χωρίς την ανάγκη κοινοποίησης νέας επιταγής καθώς ο καθ’ου οφειλέτης πήρε ήδη την θέση του καθ’ου η εκτέλεση με την προηγούμενη (πρώτη) επιταγή (Β.Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, τόμος Ε, έκδοση 1997, άρθρο 924, αριθμ. 1, σελ.281), όπως εν προκειμένω που η αιτούσα επέδωσε στον καθ’ου για πρώτη φορά την 27-4-2018, την από 26-4- 2018 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της με αριθμό 498/2018 απόφασης και εν συνεχεία μετά την παρέλευση των 3 εργασίμων ημερών και την μη εκούσια συμμόρφωση του καθ’ου, επιχείρησε την πρώτη πράξη αναγκαστικής εις βάρος του τελευταίου εκτέλεσης με την επίδοση του από 8-5-2018 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου και δη ως προαναφέρθηκε στην «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ» και «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» στις 10-5-2018 και στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΡΑΙΩΣ» στις 11-5-2018 και στον καθ’ου στις 16-5-2018. Επομένως η αιτούσα εφόσον εντός του έτους από την 27-4-2018 επιχείρησε την ως άνω πρώτη πράξη εκτέλεσης ήτοι της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου μπορούσε άνευ κοινοποίησης ετέρας επιταγής προς εκτέλεση να συνεχίσει την εις βάρος του καθ’ου αναγκαστική εκτέλεση ακόμα και με την χρήση άλλων μέσων εκτέλεσης όπως της ένδικης αίτησης αναγκαστικής διαχείρισης ή (όπως και έπραξε) με την επιβολή δυνάμει της με αριθμό 190/2022 έκθεσης, κατάσχεσης σε κινητά αντικείμενα ιδιοκτησίας του καθ’ου ανεξαρτήτως εάν η τελευταία προηγουμένως ως εκ περισσού του κοινοποίησε την 21-10-2022, την από 19-9-2022 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της προαναφερόμενης με αριθμό 498/2018 αμετάκλητης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι από τον χρόνο τελεσιδικίας της απαίτησης της αιτούσας ύψους κατά τον χρόνο σύνταξης της από 19-9-2022 επιταγής προς πληρωμή 13.342,78 ευρώ έχουν παρέλθει 5 έτη και παρά τις προσπάθειες αναγκαστικής εκτέλεσης στις οποίες προέβη, αυτή δεν έχει καταφέρει να εισπράξει από τον καθίου, κανένα ποσό προς εξόφληση της ένδικης απαίτησής της. Η αιτούσα στα πλαίσια της ευχέρειας χρησιμοποίησης που είχε ως δανείστρια του καθ’ου, οιουδήποτε από τα μέσα εκτέλεσης προς ικανοποίηση της απαίτησης αυτής, προέβη στην κατάθεση της ένδικης αίτησης. Η τελευταία πιθανολογήθηκε ότι προ της κατάθεσης της ένδικης αίτησης περί επιβολής του μέτρου της αναγκαστικής διαχείρισης στην επιχείρηση του καθίου, δεν επιχείρησε να προβεί στην ικανοποίηση της απαίτησής της μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης της ακίνητης περιουσίας του καθ’ου και δη μέσω κατάσχεσης και αναγκαστικού πλειστηριασμού του με αριθμό 676 αγρού ιδιοκτησίας του, ευρισκόμενου στον Δήμο Εχεδώρου Θεσσαλονίκης, εμβαδού 9.060 τ.μ. καθώς έκρινε ότι η πράξη αυτή εκτέλεσης εκτός από κοστοβόρα, μπορεί ενόψει της μικρής εμπορικής αξίας του ακινήτου (που αναφέρεται και στην με αριθμό 14221/2023 απόφαση του δικάσαν ως Εφετείο Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το τελευταίο αποτελεί την μοναδική ακίνητη περιουσία του καθ’ου να χαρακτηριστεί (κατόπιν σχετικής ανακοπής που θα ασκούσε ο καθ’ου κατά της έκθεσης κατάσχεσης του ακινήτου, ενέργεια που ενόψει της προγενέστερης δικονομικής συμπεριφοράς αυτού έναντι των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που ήδη είχε επιχειρήσει η αιτούσα εις βάρος του, κρίθηκε από σφόδρα πιθανή έως βεβαία) ως καταχρηστική. Επιπλέον η αιτούσα για την επιλογή του μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης πιθανολογήθηκε ότι έλαβε υπόψη της και το γεγονός ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού του ακινήτου του καθ’ου, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην οδηγήσει η πράξη αυτή εκτέλεσης, σε ικανοποίηση της απαίτησής της καθώς αυτής θα προηγείτο η ικανοποίηση του Δημοσίου ως προνομιούχου δανειστή του καθ’ου. Ο καθ’ου πρωτοδίκως προέβαλε, τους ισχυρισμούς (που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο έφεσης), α) ότι το ζητούμενο μέτρο της επιβολής αναγκαστικής διαχείρισης στην επιχείρησή του πρέπει να απορριφθεί καθώς συντρέχουν οι προβλεπόμενοι στις περιπτώσεις 1 και 3 του άρθρου 1035 ΚπολΔ, λόγοι αποκλεισμού και β) ότι η αιτούσα άσκησε την ένδικη αίτηση κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματός της. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι η ένδικη αίτηση έπρεπε να απορριφθεί καθώς η επιχείρησή του χαρακτηρίζεται ως μικρή σε μέγεθος με εργατικό δυναμικό μόλις 2 ατόμων και περιορισμένο κύκλο εργασιών που κατά βάση είναι η φωτοτύπηση σελίδων από περαστικούς πελάτες, η δε οικονομική κατάσταση αυτής δεν είναι καλή καθώς η τελευταία έχει αυξημένες οφειλές προς τρίτους και δη προς το Δημόσιο ύψους 87.514,01 ευρώ για το οποίο έχει υποβάλει αίτηση εξωδικαστικής ρύθμισης καθώς και ανελαστικά μηνιαία έξοδα, όπως το μίσθωμα της έδρας της επιχείρησης, μισθοί των υπαλλήλων της, εργατικές εισφορές αυτών, αναλώσιμα και έξοδα συντήρησης των μεταχειρισμένων παλιών μηχανημάτων, οφειλές προς ΔΕΚΟ και ΕΦΚΑ) ύψους 7.700,00 ευρώ. Προς επίρρωση των ως άνω ενστάσεων του ο καθ’ου προσκομίζει α) καταστάσεις μηνιαίων πάγιων εξόδων των μηνών από Ιούνιο 2024 έως και Δεκέμβριο του 2024 όπου τα ποσά αυτών κυμαίνονται από 10.571,72 ευρώ (Σεπτέμβριος 2024) έως και 16.913,92 ευρώ (Ιούλιος 2024) β) ημερήσιες απεικονίσεις των εσόδων και εξόδων των ως άνω έξι μηνών του 2024 από όπου φαίνεται ότι το καθαρό ποσό μετά την αφαίρεση των εξόδων από τα έσοδα κυμαίνεται στο ποσό 3.859,27 ευρώ για τον μήνα Ιούνιο, στο ποσό των 537,99 ευρώ για τον μήνα Ιούλιο, στο ποσό των 4.749,27 για τον μήνα Αύγουστο, στο ποσό των 1.228,91 για τον μήνα Σεπτέμβριο, στο ποσό των 2.830,47 για τον μήνα Οκτώβριο, στο ποσό των 3.919,06 για τον μήνα Νοέμβριου και στο ποσό των 5.057,77 ευρώ για τον μήνα Δεκέμβριο γ) την απόδειξη πληρωμής αποδοχών του υπαλλήλου μερικής απασχόλησης Καρυπίδη με συμφωνηθέντα μισθό μικτό 429,00 ευρώ (369,50 ευρώ καθαρά και 59,50 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές) δ) έγγραφο της ΑΑΔΕ όπου εμφαίνεται ότι ο καθ’ου ρύθμισε οφειλές του προς το Δημόσιο και δη την Δ! και Ζ! Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης συνολικού ποσού 87.514,01 ευρώ τον Νοέμβριο του 2021, τον Σεπτέμβριο του 2023 και τον Νοέμβριο του ε) το από 17-10-2023 αντίγραφο της υποβληθείσας τροποιητικής μίσθωσης για το ακίνητο που μισθώνει επί της οδού Β.Γεωργίου 40, εμβαδού 133 τ.μ., από όπου φαίνεται ότι το μίσθωμα από τις 1-1-2023 έως 31-12-2025 συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.000,00 ευρώ πλέον τελών χαρτοσήμου ποσοστού 3,6% στ) και φορολογικές δηλώσεις του καθ’ου των φορολογικών ετών 2020, 2021 και 2022 από όπου φαίνεται ότι για το 2020 δήλωσε ακαθάριστα έσοδα 70.149,12 ευρώ και ζημία 14.352,64 και 3 άτομα προσωπικό για το έτος 2021 σύνολο εσόδων 98.026,84 ευρώ (εκ των οποίων 50.000,00 ευρώ ήτο η χορηγούμενη κρατική ενίσχυση επιχειρήσεων λόγω του covid-19) έξοδα 47.825,17 ευρώ και 2 άτομα προσωπικό και για το έτος 2022 δήλωσε ακαθάριστα έσοδα 79.904,82 και 300,00 ευρώ από εισόδημα ακίνητης περιουσίας. Οι ως άνω ισχυρισμοί του καθ’ου κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα πιθανολογήθηκε ότι η επιχείρηση του καθ’ου που αυτός διατηρεί επί της οδού Βασ. Γεωργίου 40, ήτοι σε έναν από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης της Θεσσαλονίκης, είναι οικονομικά εύρωστη και ικανοποιητικά κερδοφόρα και δη σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι εφικτή η πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης της αιτούσας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος χωρίς παράλληλα να κινδυνέψει η λειτουργία της υπό αναγκαστική διαχείριση επιχείρησης του καθ’ου. Αυτό πιθανολογείται από το γεγονός ότι η τελευταία τουλάχιστον από το έτος 2015, ήτοι επί 10 συνεχόμενα έτη, λειτουργεί αδιαλείπτως, απασχολώντας εργατικό δυναμικό 2 ή 3 ατόμων, ο δε καθ’ου λαμβάνει από την λειτουργία της τελευταίας, κέρδη τα οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πιθανολογείται ότι δεν δηλώνονται ενώπιον των φορολογικών αρχών. Η ως πιθανολόγηση του Δικαστηρίου περί του ότι η λειτουργία της επιχείρησης του καθ’ου είναι κερδοφόρα και όχι ζημιογόνα, ως διατείνεται, ενισχύεται από το γεγονός ότι στις προαναφερόμενες φορολογικές δηλώσεις και δη αυτές των ετών 2020 και 2022 ο καθ’ου δηλώνει ότι πλην της φωτοτύπησης η επιχείρησή του ασχολείται και με το χονδρικό εμπόριο διαφημιστικών ειδών (μπρελόκ, μπολυζών κ.λ.π.) και ότι αυτός έχει στην κυριότητά του, πλην του προαναφερόμενου δηλωθέντος στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης με αριθμό ΙΣΤ 8853 ΙΧΕ όχημα και έτερο όχημα και δη το με αριθμό ΝΗΒ 1173 ΙΧΕ όχημα καθώς και δύο σκάφη αναψυχής, η συντήρηση των οποίων είναι γνωστό ότι απαιτεί μηνιαία σημαντικά χρηματικά ποσά. Επίσης ο καθ’ου μηνιαίως καταβάλει στην μητέρα του Ερμιόνη Ζαχαροπούλου ως εργαζόμενη στην επιχείρησή του το ποσό των 871,8 ευρώ, ποσό που ανεξαρτήτως εάν όπως διατείνεται δεν ανταποκρίνεται σε παροχή από την τελευταία πραγματικής εργασίας προς την επιχείρησή του, θα μπορούσε αυτός να το καταβάλει μηνιαίως στην αιτούσα έναντι της οφειλής του και τοιουτοτρόπως να εξοφλήσει την τελευταία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος 16 μηνών. Η ως άνω πιθανολόγηση του Δικαστηρίου περί κερδοφορίας της επιχείρησης του καθ’ου δεν επηρεάζεται από τις προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις των ετών 2020,2021 και 2022 αναφορικά με τα δηλωθέντα έσοδα αυτής καθώς ως προειπώθηκε οι τελευταίες πιθανολογήθηκε ότι αναφορικά με το σημείο αυτό δεν αποτυπώνουν την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχείρησης του καθ’ου σε κάθε δε περίπτωση πρόκειται για φορολογικές δηλώσεις που δεν έχουν ελεγχθεί από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές, ενώ παράλληλα δεν πιθανολογήθηκε ότι τα μηνιαία έξοδα του καθ’ου ανέρχονται στα προαναφερόμενα ποσά καθώς για πολλά εξ αυτών (όπως καταβολές ρυθμίσεων χρεών προς το Δημόσιο, προς την ΔΕΗ, το ΙΚΑ, το ΤΕΒΕ κ.λ.π.) δεν προσκομίζονται από τον καθ’ου αντίστοιχες αποδείξεις καταβολής. Άλλωστε δεν συνάδει και με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής ο καθίου να συνεχίζει να λειτουργεί την επιχείρησή του σε μίσθιο κατάστημα με μίσθωμα 1.000,00 ευρώ το μήνα ενώ αυτή επί πολλά έτη είναι συνεχώς ζημιογόνα και δεν του αποφέρει κανένα κέρδος. Παράλληλα ουδόλως πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα άσκησε την ένδικη αίτηση καταχρηστικώς καθώς παράλληλα α επιδιώκει και τον πλειστηριασμό των περισσοτέρων κινητών μηχανημάτων της επιχείρησης του καθ’ου με απώτερο σκοπό να τα «χτυπήσει» η ίδια και να επιφέρει την οικονομική και περιουσιακή καταστροφή του καθ’ου. Αντίθετα πιθανολογήθηκε ότι σκοπός της αιτούσας είναι αποκλειστικά η ικανοποίηση της απαίτησής της την οποία επιδιώκει επιλέγοντας σταδιακά κάποιο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης που θεωρεί ότι μπορεί να αποβεί αποτελεσματικό. Χαρακτηριστικό είναι ότι αρχικά επεδίωξε την ικανοποίηση αυτής μέσω κατάσχεσης εις χείρας τρίτου και εν συνεχεία επέβαλε κατάσχεση σε μέρος του εξοπλισμού της επιχείρησης του καθ’ου ενώ δεν επιχείρησε και πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης επί του ακινήτου του καθ’ου όχι κακόπιστα αλλά διότι το ανωτέρω μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης είναι σαφώς πιο κοστοβόρο για την αιτούσα και η επιλογή αυτή του μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την συμπεριφορά της λόγω της μεγάλης, ως διατείνεται ο καθ’ου αξίας του ακινήτου και της μικρής οφειλής της αιτούσας, ως καταχρηστική. Βάσει των ανωτέρω πιθανολογήθηκε ότι αφενός δεν υφίσταται κανένας λόγος αποκλεισμού για την θέση της επιχείρησης του καθ’ου η αίτηση, σε αναγκαστική διαχείριση καθώς είναι δυνατή η, από τα πραγματικά εισοδήματα της επιχείρησης του καθ’ου μέσα σε εύλογο χρόνο ικανοποίηση της απαίτησης της αιτούσας χωρίς η επιβολή του μέτρου αυτού αναγκαστικής εκτέλεσης να πιθανολογείται ότι θα είναι εξουθενωτικό ή βλαπτικό για την υπό διαχείριση επιχείρηση του καθ’ου, και αφετέρου ότι η συμπεριφορά της αιτούσας ουδόλως μπορεί να πιθανολογηθεί ως καταχρηστική καθώς ο σκοπός της όπως αυτός εναργώς πιθανολογείται από την προηγούμενη συμπεριφορά της δεν είναι με την θέση υπό αναγκαστική διαχείριση της επιχείρησης του καθ’ου να οδηγήσει αυτή σε οικονομική καταστροφή αλλά να μπορέσει με την επιβολή του έμμεσου αυτού μέτρου της αναγκαστικής εκτέλεσης να ικανοποιηθεί η απαίτησή της που διατηρεί εδώ και πολλά έτη κατά του καθ’ου και δεν κατέστη δυνατό να ικανοποιήσει με έτερα μέτρα εκτέλεσης που έλαβε προηγουμένως εναντίον του. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έστω και χωρίς αιτιολογία απέρριψε τις ανωτέρω ενστάσεις του καθ’ου δεν έσφαλε και αφού παραδεκτά συμπληρωθεί με την παρούσα αιτιολογία, η αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη και να διαταχθεί η αναγκαστική διαχείριση της ατομικής επιχείρησης του καθίου ως το πλέον κατάλληλο, πρόσφορο και συμφέρον μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησης της αιτούσας, καθόσον, χωρίς να αποξενώσει τον καθ’ ου από τα περιουσιακά του στοιχεία μέσω του πλειστηριασμού τους, θα οδηγήσει στην από τα εισοδήματα της επιχείρησης του οφειλέτη, που τίθεται υπό αναγκαστική διαχείριση, ικανοποίηση της απαίτησης της αιτούσας σε εύλογο χρονικό διάστημα, με αναγκαστικό διαχειριστή τον καθ’ου και επόπτη αυτού τον Α……..Γ………, υπάλληλο της αιτούσας. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως δεν έσφαλε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα. Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου έφεσης, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 33 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του προκατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, με αριθμό 68748906495412160031 ηλεκτρονικού παράβολου, ποσού 100,00 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, ο εκκαλών λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο κατωτέρω διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, την από 20-6-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……/……/20-6-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/…../20-6-2024 πράξη προσδιορισμού, έφεση κατά της με αριθμό 7096/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων).
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου έφεσης (με αριθμό 68748906495412160031), ποσού εκατόν (100) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ποσού εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Θεσσαλονίκη την 10 Οκτωβρίου 2025, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Leave a Reply