ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
2059/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτούμενο από τη Δικαστή Ρηγίνα Αλεξίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε κατόπιν κλήρωσης, σύμφωνα με το νόμο, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, τη 17.01.2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αιτούντος: …………. του………. (ΑΦΜ………..), κατοίκου ……….. Αττικής (οδός ………., αριθ. ….), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του, Χρήστου Ι. Θεοδωρόπουλου (ΔΣΑ 32571), κατοίκου Γλυφάδας Ν. Αττικής (οδός ………., αριθ. …).
Της καθ’ ης η αίτηση: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………………Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρία» (πρώην με την επωνυμία …………Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρία»), εδρεύουσας στο ……………..Αττικής (………., αριθ…..) και νομίμως εκπροσωπούμενης (ΑΦΜ …………..), η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου Δικηγόρου της, …………..(ΔΣΑ………), κατοίκου……. Αττικής (οδός ………, αριθ…….).
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η, από 03.09.2024, αίτησή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./………/09.09.2024, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου εκθέματος.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου εκθέματος, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα των εντολέων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εκ των διατάξεων των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ, συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν παρεπόμενο της, εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοιγεί, διαγνωστικής δίκης, ως προς το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα, και αποβλέπουν στη διασφάλιση, διατήρηση ή προσωρινή ρύθμιση του τελευταίου, μέχρι να συντελεστεί, δικαστικά, η διάγνωσή του, και, συνεπώς, στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Η ικανοποίηση, επομένως, του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή, η δημιουργία ουσιαστικής κατάστασης, που ανταποκρίνεται στην έννομη συνέπεια, που προκύπτει από το ουσιαστικό δικαίωμα, βρίσκεται έξω από το σκοπό των ασφαλιστικών μέτρων, γι’ αυτό και απαγορεύεται, ρητά, από το νόμο, και, ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία καθιερώνει τη γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία με τα ασφαλιστικά μέτρα δεν επιτρέπεται η δημιουργία αμετακλήτων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, σε τρόπο ώστε να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας. Ο πιο πάνω κανόνας έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρα 731, 732 ΚΠολΔ), το οποίο, κατά το σκοπό του, δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον και αυτό συνδέεται, τελολογικά, με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά, για να μη δημιουργηθούν, μέχρι την περαίωση της κύριας δίκης, αμετάκλητες καταστάσεις, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν το σκοπό της δίκης αυτής. Ο κανόνας δε αυτός υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις, που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικά (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος), και όχι απλά περιουσιακών ζημιών. Η διακριτική ευχέρεια του άρθρου 732 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο, που, κατά τις περιστάσεις, είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, δεν αποτελεί εξαίρεση στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, εφόσον ο τελευταίος αποτελεί οριοθέτηση της, με το άρθρο 732 ΚΠολΔ, παρεχόμενης στο Δικαστήριο διακριτικής ευχέρειας. Σκοπός, δηλαδή, των ασφαλιστικών μέτρων είναι να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η επίδικη σχέση, και όχι να ματαιωθεί ο πρακτικός σκοπός της κυρίας δίκης, στην οποία, και μόνο, θα κριθεί οριστικά η έννομη σχέση. Ειδικότερα, η παράγραφος 4 του άρθρου 692 ΚΠολΔ αποτρέπει τη δημιουργία, με τα ασφαλιστικά μέτρα, ανεπανόρθωτων ή δυσχερώς αναστρέψιμων συνεπειών, που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης, δηλαδή, συνεπειών, που η ανατροπή τους, μετά την αντίθετη οριστική κρίση (χωρίς πάντως αναδρομική ενέργεια, κατ’ άρθρο 698 ΚΠολΔ) δεν είναι αυτόματη, και απαιτεί, ενδεχομένως, σημαντικές δαπάνες από τον ηττηθέντα στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, ή εξαρτάται, κυρίως, από τη θέληση του αντιδίκου του. Συνήθως, η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, που υπολείπεται της οριστικής, ποιοτικά, ποσοτικά ή χρονικά, διασφαλίζει τον κανόνα της παρ. 4. Έτσι, έννομες σχέσεις, που δεν εξαντλούνται σε εφάπαξ παροχή, αλλά έχουν διάρκεια, ρυθμίζονται προσωρινά (άρθρα 731 732 ΚΠολΔ), χωρίς αυτό να συνιστά ολοκληρωτική ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος, καθώς ικανοποιούνται μερικότερες εκδηλώσεις της όλης έννομης σχέσης. Η καταδίκη, όμως, σε παροχή αντικειμένου, είτε ως εφάπαξ, είτε ως περιοδική παροχή, αποτελεί ικανοποίηση του αντιστοίχου δικαιώματος, αφού δημιουργεί ανεπανόρθωτες, ή δύσκολα αναστρέψιμες, συνέπειες. Γενικότερα, η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξης, που αποτελεί το περιεχόμενο εφάπαξ παροχής, ή η ενεργοποίηση διαπλαστικού (ουσιαστικού) δικαιώματος, οδηγούν σε ικανοποίηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων, και, συνεπώς, σε ρύθμιση υπερβαίνουσα τα όρια των άρθρων 692 παρ. 4 και 731-732 ΚΠολΔ (βλ. Δ. Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, «ΕρμΚΠολΔ», τόμος Β΄, εκδ. 2000, άρθρο 692, σελ. 1355-1366). Εξαίρεση αποτελεί μόνο η διάταξη του άρθρου 728 ΚΠολΔ, κατά την οποία το Δικαστήριο, ως ασφαλιστικό μέτρο, μπορεί να επιδικάσει, προσωρινά, το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων που αναφέρονται σ’ αυτήν, και, πάντως, με τους περιορισμούς που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 729 ΚΠολΔ και της διάταξης του άρθρου 734 ΚΠολΔ, περί προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης της νομής. Οι παραπάνω διατάξεις απηχούν τις βασικές αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις οποίες η προσωρινή δικαστική προστασία πρέπει: α) να μην ταυτίζεται με το αντικείμενο της οριστικής δικαστικής προστασίας, αλλά να διαφέρει και να υπολείπεται από αυτό, και β) να μη δημιουργεί αμετάκλητες καταστάσεις, που μπορούν να ανατραπούν, όταν ανακληθεί η σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ή διαγνωσθεί στην κύρια δίκη, με ισχύ δεδικασμένου, η ανυπαρξία του δικαιώματος που εξασφαλίστηκε, ώστε να μη ματαιώνεται ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης. Βασική προϋπόθεση για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης είναι η ύπαρξη διάταξης του ισχύοντος δικαίου, που να προβλέπει την παροχή έννομης προστασίας, υπό τους όρους, το περιεχόμενο και την έκταση, τη μορφή και το συνδυασμό των οποίων ζητείται η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση, για να ευδοκιμήσει η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, είναι η ύπαρξη ασφαλιστέας αξίωσης, δηλαδή, η κατάσταση, της οποίας ζητείται η προσωρινή ρύθμιση, πρέπει να υπήρχε, ήδη, στο παρελθόν, ή να βρισκόταν στο στάδιο της δημιουργίας, και να διαταράχθηκε ή να ανατράπηκε. Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο προσωρινής ρύθμισης μιας κατάστασης η «προσωρινή» αναγνώριση της ύπαρξης, ή μη, έννομης σχέσης, αφού η αναγνώριση της ύπαρξης, ή μη, έννομης σχέσης, κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ, μπορεί να είναι αντικείμενο μόνο της κύριας υπόθεσης, δηλαδή της διαγνωστικής δίκης, με την οποία ζητείται η οριστική δικαστική προστασία (ΜονΠρωτΑθ 8494/2015, Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΑθ 6909/2015, Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).
Εν προκειμένω, ο αιτών, με την υπό κρίση αίτησή του, εκθέτει ότι, κατόπιν υποβολής του στις απαραίτητες, κατά την κρίση της καθ’ ης, ιατρικές εξετάσεις, τα αποτελέσματα των οποίων κατέδειξαν ότι δεν είχε καμία πάθηση, η οποία έχρηζε αυξημένων ασφαλίστρων υγείας ή ήταν αποτρεπτικής για σύναψη ασφαλιστηρίου συμβολαίου υγείας, εκδόθηκε, την 29η.12.2018, το με αριθμό ………, ασφαλιστήριο συμβόλαιο υγείας. Ότι, όμως, η καθ’ ης προέβη, την 01.1.08.2024, σε καταχρηστική, παράνομη και άκυρη καταγγελία της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης, με την αόριστη αιτιολογία της διαπίστωσης προβλήματος υγείας του αιτούντος, το οποίο προϋπήρχε της ασφάλισης και δεν δηλώθηκε κατά τη σύναψή της. Ότι, πλέον συγκεκριμένα, τη 18η.07.2024, λόγω επικείμενης υποβολής του αιτούντος σε στεφανιογραφία, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, κατά τη διενέργεια των σχετικών προνοσηλευτικών εξετάσεων, τελών σε αδιανόητη ψυχολογική πίεση, στεναχώρια και ανησυχία για την κατάσταση της υγείας του, δήλωσε ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, όντας μη ινσουλινοεξαρτώμενος, πλην, όμως, η εν λόγω δήλωσή του ήταν προδήλως άτοπη και αβάσιμη. Ότι, ακόμη, ο αιτών προέβη σε άμεση, έγγραφη, ανάκληση της σχετικής παραπειστικής του δήλωσης, τη δε 02.08.2024, υποβλήθηκε, στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, σε νέες αιματολογικές εξετάσεις, οι οποίες αποδεικνύουν ότι δεν πάσχει από την ανωτέρω πάθηση, και, παρόλο που γνωστοποίησε τα αποτελέσματα των τελευταίων στην καθ’ ης, τούτη κώφευσε, προκλητικά, και δεν ανακάλεσε την, από 01η.08.2024, καταχρηστική καταγγελία της ένδικης σύμβασης ασφάλισης, αντίθετα, τη χρησιμοποιεί, προκειμένου να αποφύγει την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, έναντι του αντιδίκου της, ήτοι την καταβολή του συνολικού ποσού των 12.956,91 ευρώ [10.981,74 ευρώ, ως δαπάνη καρδιολογικής επέμβασης (αγγειοπλαστική και τοποθέτηση στέντ), και 1.975,17 ευρώ, ως έξοδα διενέργειας στεφανιογραφίας]. Ότι, εκ της προπεριγραφείσας αντισυμβατικής συμπεριφοράς της καθ’ ης, τίθεται σε κίνδυνο η επιβίωση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθόσον, αφενός μεν, τούτος έχει επιβαρυνθεί με τις ιατρικές δαπάνες των 12.956,91 ευρώ, αφετέρου δε, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του (68 ετών) και του προκύψαντος σοβαρού καρδιολογικού του προβλήματος, ένεκα των οποίων δεν είναι δυνατή η ασφάλισή του, εξ αρχής, σε έτερη ασφαλιστική εταιρία, δεν θα μπορεί να καλύψει εξ ιδίων πόρων τη συμμετοχή του επί της εκάστοτε ιατροφαρμακευτικής δαπάνης και των νοσηλείων που, με βεβαιότητα, θα προκύψουν. Ότι, πέραν τούτων, ἢ, από 01.08.2024, καταγγελία της, υπ’ αριθ. ………, σύμβασης ασφάλισης πάσχει ακυρότητας και για το λόγο ότι φέρει την υπογραφή του ……………………….., Διευθυντή Ανάληψης Κινδύνων Ζωής και Υγείας, χωρίς να προκύπτει, όμως – ούτε και να έχει συγκοινοποιηθεί –, πληρεξούσιο έγγραφο, εκ του οποίου να αποδεικνύεται η πληρεξουσιότητα του εν λόγω προσώπου, για την επίμαχη καταγγελία. Βάσει δε των προεκτεθέντων, ο αιτών, με την κρινόμενη αίτησή του, ζητεί, κατά τη δέουσα εκτίμηση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου του και ορθή νοηματική απόδοση του περιεχομένου του, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση, να ρυθμιστεί, προσωρινά, η κατάσταση, και 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της, από 01.08.2024, καταγγελίας του, υπ’ αριθ. ………, ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στην οποία προέβη η καθ’ ης, και να υποχρεωθεί τούτη στο εξής να συμμορφώνεται, πλήρως, με τις συμβατικές υποχρεώσεις της, και 2) να υποχρεωθεί η καθ’ ης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.956,91 ευρώ, καθώς και όποιο άλλο ποσό κληθεί να καταβάλει για την πραγματοποίηση εξετάσεων ή/και χειρουργικών επεμβάσεων, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της τακτικής αγωγής του. Ακόμη, ο αιτών αξιώνει, όλως επικουρικώς, να διαταχθεί οποιοδήποτε πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο κατατείνει στη διασφάλιση του δικαιώματός του να συμμορφώνεται η καθ’ ης στις απορρέουσες, για εκείνη, υποχρεώσεις, εκ της, υπ’ αριθ. ……… ασφαλιστικής σύμβασης, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της τακτικής αγωγής του, και, τέλος, να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό εξέταση αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται, για να συζητηθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων [άρθρα 25 παρ. 2, 683, 686 επ. ΚΠολΔ), είναι δε επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με τα άρθρα 216 παρ. 1, 217, 118, 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον περιέχει όλα τα αναγκαία για το παραδεκτό του δικογράφου της στοιχεία, και, ως προς το επικουρικό της αίτημα, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 167, 216, 217, 226, 281 ΑΚ, 3 παρ. 6, 7 Ν. 2496/1997, 219 παρ. 1, 731 επ., 176 ΚΠολΔ. Εντούτοις, απορριπτέα, ως στερούμενα νομίμου ερείσματος, κρίνονται τα κύρια αιτήματα της κρινόμενης αίτησης, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της επίδικης καταγγελίας, και περί υποχρέωσης της καθ’ ης να καταβάλει στον αιτούντα το συνολικό ποσό των 12.956,91 ευρώ, καθώς και όποιο άλλο ποσό κληθεί να καταβάλει για την πραγματοποίηση εξετάσεων ή/και χειρουργικών επεμβάσεων, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της τακτικής αγωγής του, καθόσον συνιστούν πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η διατήρηση, και προσκρούουν, εντεύθεν, στον απαγορευτικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ. Πλέον συγκεκριμένα, τα εν λόγω αιτήματα ταυτίζονται με το αντικείμενο της οριστικής δικαστικής προστασίας, και δεν διαφέρουν, ούτε υπολείπονται από αυτά που διατυπώνονται στην, ήδη, ασκηθείσα, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 12.12.2024, και υπ’ αριθ. έκθεση κατάθεσης ……/……../27.12.2024, τακτική αγωγή, του αιτούντος κατά της καθ’ ης. Με την αποδοχή τους δε, θα δημιουργηθούν αμετάκλητες καταστάσεις, που δεν θα μπορούν να ανατραπούν αυτόματα, σε περίπτωση που διαγνωσθεί στην κύρια δίκη, με ισχύ δεδικασμένου, η ανυπαρξία του δικαιώματος του αιτούντος, που διατηρήθηκε, με τα ως άνω αξιούμενα ασφαλιστικά μέτρα. Μάλιστα, πρέπει να επισημανθεί ότι το προμνησθέν αίτημα καταβολής στον αιτούντα του συνολικού ποσού των 12.956,91 ευρώ, δεν εμπίπτει ούτε στις, περιοριστικά αναφερόμενες, στη διάταξη του άρθρου 728 παρ. 1 ΚΠολΔ, περιπτώσεις προσωρινής επιδίκασης απαίτησης. Κατά το μέρος, λοιπόν, που η εξεταζόμενη αίτηση κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, ως προς το επικουρικό αίτημά της, πρέπει να ερευνηθεί, στη συνέχεια, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τη συνεκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του αιτούντος και της ένορκης εξέτασης της μάρτυρος της καθ’ ης, ……….του …………….., οι οποίοι νομίμως εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, όλων, ανεξαιρέτως, των νομίμως, μετ’ επικλήσεως, προσκομιζόμενων εγγράφων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αλλά και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται, αυτεπαγγέλτως, υπόψη από το Δικαστήριο, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα, ουσιώδη για την ένδικη διαφορά, πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών, το Δεκέμβριο του 2018, ήρθε σε επαφή με τον ……………….., εξουσιοδοτημένο σύμβουλο της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………………………………….. Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρία» (καθ’ ης η αίτηση), προκειμένου να προβεί στη σύναψη σχετικού συμβολαίου ασφάλισης υγείας, γι’ αυτό και υποβλήθηκε σε πλήρη ιατρικό έλεγχο, στο διαγνωστικό κέντρο «ΔΙΑΓΝΩΣΗ», το οποίο ορίστηκε από την καθ’ ης. Οι εν λόγω εξετάσεις περιλάμβαναν παθολογική εξέταση, γενική αίματος, τ.κ.ε., ουρία, κρεατινίνη, σάκχαρο, χοληστερίνη, HDL, LDL, τριγλυκερίδια, τρανσαμινάσες, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, PSA, γενική ούρων, ακτινογραφία θώρακος, ακτινογραφία ΟΜΣΣ και δοκιμασία κόπωσης με ΗΚΓ, και ουδέν παθολογικό κατέδειξαν. Ακόμη, και στο συμπληρωθέν από τον αιτούντα ερωτηματολόγιο υγείας, τούτος δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι η κατάσταση της υγείας του είναι καλή, και ότι δεν έχει διαβήτη, υπέρταση και παθήσεις καρδιάς – αγγείων, πνευμόνων, πεπτικού συστήματος, ήπατος, παγκρέατος, σπλήνας, και αίματος, παρά μόνο καταρράκτη στον αριστερό οφθαλμό, οπότε και εκδόθηκε, την 29η.12.2018, το, με αριθμό ………. ασφαλιστήριο συμβόλαιο υγείας, με αρχική διάρκεια ενός έτους, έναντι ετήσιων ασφαλίστρων ύψους 1.104,78 ευρώ, το οποίο, βάσει της ετήσιας ανανέωσής του, επρόκειτο να είναι σε ισχύ μέχρι την 29.12.2024, με καταβλητέα ετήσια ασφάλιστρα ανερχόμενα στο ποσό των 2.215,66 ευρώ. Περαιτέρω, τον Ιούνιο του 2024, ο ετήσιος έλεγχος με echo stress, που πραγματοποιήθηκε από τον αιτούντα ανέδειξε παθολογικά ευρήματα, γι’ αυτό και τη 189.07.2024, τούτος υποβλήθηκε, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, σε εξέταση στεφανιογραφίας, και, κατά την προνοσηλευτική του εξέταση από τον, συνεργαζόμενο με την καθ’ ης, ιατρό………….., δήλωσε ότι πάσχει, από 10ετίας, από σακχαρώδη διαβήτη, ότι είναι μη ινσουλινοεξαρτώμενος, και ότι λαμβάνει το φάρμακο Glucophage, των 1000 mg. Κατόπιν της δήλωσης αυτής, η καθ’ ης, με την, από 01.08.2024, εξώδικη δήλωσή της, κοινοποιηθείσα στον αιτούντα την 06.08.2024, κατήγγειλε την, υπ’ αριθ. ………/29.12.2018, σύμβαση ασφάλισης, με την αιτιολογία ότι, από τα δικαιολογητικά της προαναφερθείσας νοσηλείας του, διαπιστώθηκε
πρόβλημα υγείας, το οποίο προϋπήρχε της ασφάλισης και δεν δηλώθηκε κατά τη σύναψή της, και ότι, αν είχε καταστεί γνωστό το συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας, δεν θα εκδιδόταν το επίμαχο συμβόλαιο. Μάλιστα, η καθ’ ης, επικαλούμενη ανειλικρινή υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος, κατά το στάδιο του προσυμβατικού ελέγχου, η οποία αποτέλεσε την αιτία της προαναφερθείσας καταγγελίας, αρνείται την κάλυψη του κόστους, τόσο της διενεργηθείσας στεφανιογραφίας, ύψους 1.975,17 ευρώ, όσο και της καρδιολογικής επέμβασης, στην οποία υποβλήθηκε, εν συνεχεία, ο αιτών (αγγειοπλαστική και τοποθέτηση στέντ), ύψους 10.981,74 ευρώ, αν και τούτος, με την, από 01.08.2024, υπεύθυνη δήλωσή του, ανακάλεσε την, από 18.07.2024, επίμαχη δήλωσή του. Έτι περαιτέρω, το έγγραφο της καταγγελίας φέρει την υπογραφή του ………., Διευθυντή Ανάληψης Κινδύνων Ζωής & Υγείας της καθ’ ης, βάσει δε της, υπ’ αριθ. πρωτ. ………../07.03.2024, ανακοίνωσης καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ., της καθ’ ης, το Διοικητικό της Συμβούλιο αποφάσισε, ομόφωνα, η εταιρία να δεσμεύεται έγκυρα από το εν λόγω πρόσωπο, κατά τις καταγγελίες από αυτόν ατομικών συμβολαίων ασφαλίσεων ζωής και υγείας, έως 1.500.000 ευρώ, ανά άτομο, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Αβασίμως, λοιπόν, κατ’ ουσία, πιθανολογείται προβάλλεται η αιτίαση του αιτούντος περί ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης ασφαλιστικής σύμβαση Page 8112 οποίο εγγράφου που να αποδεικνύει την πληρεξουσιότητα του υπογράφοντος το έγγραφο της καταγγελίας, καθόσον, βάσει των προεκτεθέντων, ο ……………………… λειτούργησε ως υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης, ενεργών ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρίας, που εκφράζει, πρωτογενώς, τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό [άρθρα 77, 86, 87 Ν. 4548/2018 (βλ. και ΑΠ 1311/2022, Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 911/2013, Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)]. Για το λόγο δε αυτό, ο δεσμός του με την εταιρία είναι ίδιος με το δεσμό του Διοικητικού Συμβουλίου με αυτή, και η υποκατάσταση στις εξουσίες του διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής, που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. ΑΚ, καθόσον, τόσο ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρίας, αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο (ΕφΑθ 1134/2024, Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εντούτοις, πιθανολογήθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ότι η παροχή πληροφοριών από τον αιτούντα για τον έλεγχο της ασφαλισιμότητάς του, κατά τη συμπλήρωση της σχετικής αίτησης για τη σύναψη του, υπ’ αριθ. 3034497/29.12.2018, συμβολαίου ασφάλισης, ήταν αληθής, καθόσον δεν έπασχε, ούτε είχε νοσήσει λόγω σακχαρώδους διαβήτη και δεν είχε νοσηλευτεί για την αιτία αυτή. Προέβη δε στην επίμαχη δήλωση, ενώ, στο πλαίσιο στηθαγχικού επεισοδίου, τελούσε σε καθεστώς σύγχυσης και ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης και αγωνίας, λόγω της επικείμενης εξέτασης στεφανιογραφίας, ένεκα των οποίων η επικοινωνία του επί 24ωρο ήταν μη φυσιολογική, γεγονός που αποδόθηκε, είτε σε παροδικό αγγειακό επεισόδιο, είτε σε αντιδραστική μορφή άγχους, όπως σχετικώς αναφέρεται από τον νευρολόγο ιατρό του ΕΔΟΕΑΠ, ……………………, στην, υπ’ αριθ. ………/18.11.2024, γνωμάτευσή του. Άλλωστε, κατά την πραγματοποίηση του προαναφερθέντος στεφανιογραφικού ελέγχου, ήτοι την ίδια ημέρα της, από 18.07.2024, δήλωσης του αιτούντος, καταγράφηκαν ως προδιαθεσικοί παράγοντες, η δυσλιπιδαιμία, η αρτηριακή υπέρταση και η νοσογόνος παχυσαρκία, ουδέν δε αναφέρθηκε περί ύπαρξης σακχαρώδους διαβήτη, η συνεκτίμηση της οποίας πάθησης θα ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σημαντική, κατά την κλινική αξιολόγηση και περίθαλψη του ασθενούς, οποίος είχε εμφανίσει οξύ προκάρδιο άλγος. Αναφορικά δε με τη λήψη του φαρμάκου Glucophage, των 1000 mg, την οποία ο αιτών συνομολογεί, τούτη συνδέεται με την προσπάθεια απώλειας βάρους, προκειμένου να βελτιωθούν οι μεταβολικές του παράμετροι, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά την ημέρα πραγματοποίησης της εξέτασης στεφανιογραφίας, ο αιτών δηλώθηκε ως έχων βάρος 121Kg, ύψος 186 cm, και. ΒΜΙ (Δείκτη Μάζας Σώματος) 34,98, καταδεικνυομένης, έτσι, της παχυσαρκίας του, η οποία, όπως προαναφέρθηκε καταγράφηκε και στο φύλλο του στεφανιογραφικού του ελέγχου, από τους θεράποντες ιατρούς – Επεμβατικούς Καρδιολόγους, …………………. και …………………… Πιθανολογούμενης, λοιπόν, της μη απόκρυψης από τον αιτούντα, και δη, εκ δόλου, ότι έπασχε, κατά τον χρόνο σύναψης του ένδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, από σακχαρώδη διαβήτη, γεγονότος ουσιώδους, το οποίο κρινόμενο αντικειμενικά, σύμφωνα με τις αρχές της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής τεχνικής, θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε μη κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης, ή σε κατάρτισή της με διαφορετικούς όρους, αφού συμβάλλει στην ορθή εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή της δυνατότητας να επέλθει η οικονομική ανάγκη που καλύπτει η ασφάλιση, πράγμα το οποίο, στη συνέχεια, είναι αναγκαίο για τον καθορισμό ενός δίκαιου ασφαλίστρου ή για τον περιορισμό της ζημίας (ΑΠ 627/2016, Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνάγεται η ύπαρξη ασφαλιστέου δικαιώματος, το οποίο παραβιάστηκε με την, από 01.08.2024, αντισυμβατική και αντίθετη στην καλή πίστη, καταγγελία της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, πραγματοποιηθείσα, μάλιστα, χωρίς προηγουμένως να δοθεί καν η δυνατότητα στον αιτούντα να παράσχει εξηγήσεις, σχετικά με την επίμαχη δήλωσή του. Πέραν δε τούτων, πιθανολογήθηκε ότι, συνεπεία της στέρησης της ασφαλιστικής κάλυψης από την καθ’ ης, λόγω της προμνησθείσας καταγγελίας, ο αιτών κλήθηκε να καλύψει εξ ιδίων πόρων το συνολικό ποσό των 12.956,91 ευρώ, στο οποίο ανέρχονται οι ιατρικές του δαπάνες για την ανωτέρω αιτία, ήτοι 1.975,17 ευρώ, ως κόστος της στεφανιογραφίας, 8.481,74 ευρώ, ως έξοδο πραγματοποίησης, την 28η.08.2024, επέμβασης αγγειοπλαστικής και αθηρεκτομής, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, και 2.500 ευρώ, ως δαπάνη αμοιβής της θεράπουσας ιατρού του, ο καταλογισμός του οποίου καθιστά επισφαλή τη διατήρηση του οικογενειακού του προγραμματισμού. Επιπλέον, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής αγωγής του, η οποία δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί για συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο θα αποφανθεί, οριστικά, για το κύρος της επίμαχης καταγγελίας, υφίσταται ο άμεσος κίνδυνος συνεχιζόμενης επιβάρυνσης του αιτούντος με δυσθεώρητα ιατρικά έξοδα, μη καλυπτόμενα, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ασφαλιστικώς. Και τούτο διότι, λόγω της ηλικίας του αιτούντος (69 ετών), σε συνδυασμό με την προσφάτως επιβαρυμένη υγεία του, εκ του καρδιολογικού προβλήματος, το οποίο αντιμετωπίζει, και το οποίο χρήσει άμεσης και συνεχούς παρακολούθησης, δεν θα καταστεί δυνατή η σύναψη νέου ασφαλιστηρίου υγείας, λόγω του αυξημένου ασφαλιστικού κινδύνου, στον οποίο μεταφράζεται το ιατρικό του ιστορικό, τούτος δε, δεν υποχρεούται να περιοριστεί μόνο στην κάλυψη που του προσφέρει το ταμείο ΕΔΟΕΑΠ, κατά την παροχή ιατροφαρμακευτικής του περίθαλψης από δημόσιο θεραπευτικό ίδρυμα, αντίθετα δικαιούται να αξιώσει την ίδια ποιότητα ιατρικών παροχών και υπηρεσιών, που είχε εξασφαλίσει με την κατάρτιση της καταγγελθείσας σύμβασης ασφάλισης, πολλώ δε μάλλον όταν δεν τον βαρύνει αντισυμβατική συμπεριφορά έναντι της καθ’ ης, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Συντρέχει, επομένως, επείγουσα περίπτωση για την προσωρινή ρύθμιση της, συνδέουσας τα διάδικα μέρη, διαρκούς έννομης σχέσης (ΑΠ 356/2023, Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία μπορεί να τεθεί, προσωρινά, σε λειτουργία, χωρίς να κινδυνεύει να ματαιωθεί ο σκοπός της κύριας δίκης, συνεκτιμώμενου και του ότι, στο πλαίσιο προσωρινής συνέχισης της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, ως αντιστάθμισμα, ο αιτών θα επιβαρύνεται με την πληρωμή των αναλογούντων σ’ αυτόν ασφαλίστρων. Συνακόλουθα, πρέπει η κρισιολογούμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη, κατά το επικουρικό της αίτημα, να υποχρεωθεί, προσωρινά, η καθ’ ης να εξακολουθήσει να παρέχει στον αιτούντα όλες τις ασφαλιστικές καλύψεις, που προβλέπονται στο, υπ’ αριθ. ………./29.12.2018, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής αγωγής του, και, τέλος, να καταδικασθεί η καθ’ ης, ένεκα της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος, κατόπιν αιτήματός του, υποβληθέν χωρίς κατάλογο (άρθρα 106, 176, 189, 190, 191 παρ. 2, ΚΠολΔ, 84 παρ. 2 εδ. α΄παρ. Ν. 4194/2013, βλ. και Παράρτημα ΙΒ) ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ Β) Ν. 4194/2013], άπαντα τα ανωτέρω, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση, ως προς τα κύρια αιτήματά της.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση, ως προς το επικουρικό της αίτημα.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ, προσωρινά, την καθ’ ης να εξακολουθήσει να παρέχει στον αιτούντα όλες τις ασφαλιστικές καλύψεις, που προβλέπονται στο, υπ’ αριθ. ……../29.12.2018, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 12.12.2024, και υπ’ αριθ. έκθεση κατάθεσης ……../……../27.12.2024, τακτικής αγωγής του.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η αίτηση στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στις 31-3-25
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(κατά τη δημοσίευση)
Leave a Reply