ΜονΠρωτΑθ 10066/2025

Αριθμός απόφασης 10066/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΔΡΑ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Γεώργιο Παναγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Δέσποινα Μπαλτζάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 02 Οκτωβρίου 2024 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

Των καλούντων – αιτούντων: 1) Του ………….του ……και της Μαρίας, με Α.Φ.Μ. ………, Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς και 2) Της ………του ………και της Μαρίας, με Α.Φ.Μ. ……….., Δ.Ο.Υ. …….., κατοίκων αμφοτέρων ……….Αττικής, οδός ………., αρ. ……., οι οποίοι παραστάθηκαν αμφότεροι μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χρήστου Θεοδωρόπουλου.

Των καθ’ ων η κλήση – αίτηση πιστωτριών, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους (άρθρο 5 Ν. 3869/2010 και 748 παρ. 3 ΚΠολΔ) και παραστάθηκαν ως εξής:

1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου, αρ. 40, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου, αρ. 86, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

3) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός Όθωνος, αρ. 8, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «HELLENIC POST CREDIT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ» (κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορρόφησης της τελευταίας από την πρώτη), η οποία δεν παραστάθηκε.

Οι καλούντες αιτούντες με την από 10-11-2015 αίτησή τους, διαδικασίας εκουσίας δικαιοδοσίας, που κατατέθηκε νόμιμα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 857/23- 12-2015, ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Για την αίτηση αυτή, με την από 23-12-2015 πράξη της Ειρηνοδίκη Υπηρεσίας για το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου, ορίστηκε ημέρα συζήτησης αρχικώς η 24-01-2017, ότε και

αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 04-06-2019, ότε και ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 22-05- 2019 έως 05-06-2019, λόγω των ευρωεκλογών, δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 26ης-5-2019, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 27002/06- εγκύκλιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ήδη οι καλούντες – αιτούντες επαναφέρουν προς συζήτηση την ως άνω αίτησή τους με την από 29-08-2024 κλήση τους, που κατατέθηκε νόμιμα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με ΓΑΚ 4820/02-09-2024 και ΕΑΚ 98/02- 09-2024, και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καλούντων – αιτούντων, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους προφορικά, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. 56368/31-12-2015, 56378/31-12- 2015, 56338/31-12-2015 και 55888/31-12-2015 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Άγγελου ΚΑΛΥΒΑ, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι καλούντες αιτούντες, ακριβές αντίγραφο της από 10-11-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 857/23-12-2015 ένδικης αίτησής τους, με πράξη κατάθεσης, ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24-01-2017, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις πιστώτριές τους, ανώνυμες εταιρείες με τις επωνυμίες «ALPHA BANK», «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.»

και «HELLENIC POST CREDIT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ», αντίστοιχα. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 24-01-2017, συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 04-06-2019, ότε και ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 22-05-2019 έως 05-06-2019, λόγω των ευρωεκλογών, δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 26ης-5-2019, σύμφωνα με 

την υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 27002/06-05-2019 εγκύκλιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επιπροσθέτως, από τις υπ’ αριθμ. 6.051Γ’/11-09-2024, 6.053Γ’/11-09-2024 και 6.048Γ’/11-09-2024 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Άννας ΠΑΧΑΚΗ, που επίσης νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι καλούντες – αιτούντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 29-08-2024 και με ΓΑΚ 4820/02-09-2024 και ΕΑΚ 98/02-09-2024 κλήσης επαναφοράς μετά από ματαίωση της προλεχθείσας από 10-11-2015 ένδικης αιτήσεώς τους, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις πιστώτριές τους, ανώνυμες εταιρείες με τις επωνυμίες «ALPHA BANK», «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» και «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», ατομικώς και υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «HELLENIC POST CREDIT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ», κατόπιν συγχώνευσης δι απορρόφησης της τελευταίας από την πρώτη, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2819259/18-11-2022 ανακοίνωση καταχώρισης της εν λόγω συγχώνευσης στο Γ.Ε.Μ.Η., αντίστοιχα. Εφόσον, λοιπόν, οι τελευταίες δεν παραστάθηκαν, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, στο ακροατήριο, από τη  σειρά του οικείου πινακίου, κατά την ανωτέρω δικάσιμο, θα δικαστούν σαν να είναι παρούσες (άρθρο 754 ΚΠολΔ).

1. Με το άρθρο 1 του Ν. 4745/2020, που τέθηκε σε ισχύ από τις 06-11- 2020, τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ο Ν. 3869/2010 για

τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Ειδικότερα, προστέθηκαν στον τελευταίο νόμο τα άρθρα 4Α έως 4Κ που θεσπίζουν μία νέα διαδικασία για τη συζήτηση των εκκρεμών αιτήσεων ρύθμισης οφειλών, εντελώς διαφορετική από τη μέχρι τότε ισχύουσα, με περιορισμό της προφορικής συζήτησης και εισαγωγή της έγγραφης προδικασίας, κατά τα πρότυπα της νέας τακτικής διαδικασίας. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4745/2020 «1. Αιτήσεις ρύθμισης οφειλών του παρόντος, που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό και των οποίων η συζήτηση έχει προσδιορισθεί μετά τις 15.6.2021, εισάγονται προς συζήτηση υποχρεωτικά και αποκλειστικά σύμφωνα με τα άρθρα 4Α ως 4Κ. Ως συζήτηση νοείται τόσο η αρχικώς ορισθείσα όσο και η οριζόμενη μετ’ αναβολή ή μετά από ματαίωση της υπόθεσης. 2. Για την εισαγωγή προς συζήτηση των εκκρεμών αιτήσεων ρύθμισης οφειλών, απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου η υποβολή αίτησης επαναπροσδιορισμού από τον αιτούντα. Η αίτηση επαναπροσδιορισμού επέχει θέση κλήσης προς συζήτηση. Σε περίπτωση που δεν υποβληθεί εμπροθέσμως η αίτηση επαναπροσδιορισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 48 έως 42, η αίτηση λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα.». Περαιτέρω, στο άρθρο 48 προβλέπεται ότι η αίτηση επαναπροσδιορισμού υποβάλλεται αποκλειστικά μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης, με χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού 

Χρέους, μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου και επί ποινή απαραδέκτου, εντός των κλιμακωτών και καταληκτικών προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 44 του Ν. 4745/2020, με χρόνο έναρξης από την 01-12-2020 και χρόνο λήξης ανάλογα με το χρόνο κατάθεσης της αρχικής αίτησης. Ειδικώς δε, για όσες υποθέσεις, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφουVVE αναβληθούν μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω άρθρου 4Α, σε δικάσιμο μετά τις 15-06-2021 ή ματαιωθούν και επαναφερθούν με κλήση, προβλέπεται ότι η αίτηση επαναπροσδιορισμού θα μπορεί να κατατίθεται από τις 01-12- 2020 έως και τις 30-06-2021. Επίσης, με το άρθρο 103 παρ. 1 του Ν. 4812/2021 ορίστηκε ότι όσες αιτήσεις επαναπροσδιορισμού δεν υποβλήθηκαν εντός των προθεσμιών του προρρηθέντος άρθρου 4Δ, δύνανται κατ’ εξαίρεση να υποβληθούν από τις 01-07-2021 έως τις 15-07-2021, ενώ, επιπλέον, με το άρθρο 237 του Ν. 4798/2021 (ΦΕΚ Α’ 68/24-04-2021) ορίστηκε ότι «Αιτήσεις ρύθμισης οφειλών του Ν. 3869/2010, που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφου και η συζήτηση των οποίων ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής των δικαστηρίων, λόγω των εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID – 19 με Πράξη του Προέδρου του τμήματος ή του Προϊσταμένου του δικαστηρίου και έχει οριστεί νέα ημέρα και ώρα συζήτησης μετά τις 30-06-2021 εισάγονται προς συζήτηση υποχρεωτικά και αποκλειστικά σύμφωνα με τα άρθρα 4Α έως 4Κ του Ν. 3869/2010. Η δε αίτηση επαναπροσδιορισμού του παρόντος υποβάλλεται έως και τις 15-07- 2021». 

Με την επιφύλαξη του άρθρου 4Α, υποθέσεις, οι οποίες έχουν προσδιορισθεί για συζήτηση σε δικασίμους μεταγενέστερες της 15ης.6.2021, λογίζονται αυτοδικαίως αποσυρθείσες». Παράλληλα, στο άρθρο 44 παρ. 2 εδ. γ’ ορίζεται ότι σε περίπτωση που δεν υποβληθεί εμπροθέσμως η ανωτέρω αίτηση επαναπροσδιορισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 48 έως 42, η αίτηση (ήτοι η εισέτι εκκρεμής αρχική αίτηση του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010) λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα. Η δε Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμούσε η εν λόγω αίτηση, χορηγεί σχετική βεβαίωση σε κάθε πιστωτή, που δικαιολογεί έννομο συμφέρον ως προς τη μη υποβολή εμπρόθεσμης αίτησης επαναπροσδιορισμού (άρθρο 47 του Ν. 3869/2010). Επομένως, για όσες αιτήσεις δεν υποβλήθηκε αίτηση επαναπροσδιορισμού εντός των νόμιμων προθεσμιών, αυτές θεωρούνται ως μηδέποτε ασκηθείσες, με αναδρομική ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων τους, συμπεριλαμβανομένης και της αυτοδίκαιης κατάργησης των προσωρινών διαταγών που τυχόν έχουν χορηγηθεί [βλ. πρακτικά και απόφαση ΟλΑΠ (Διοικητική) σε Συμβούλιο, αριθμός 36/2020, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Γιαννόπουλο, Η νέα διαδικασία εκδίκασης των αιτήσεων ρύθμισης υπερχρεωμένων νοικοκυριών κατά το Ν. 4745/2020 – μια κριτική αποτίμηση, Αρμενόπουλος, τ. 12, Δεκ. 2020, σελ. 1993].

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 152 έως 158 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην περίπτωση απώλειας της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου, προκύπτει ότι ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία τήρησης κάποιας δικονομικής προθεσμίας, στηριζόμενος στην αρχή της επιείκειας, παρέχει τη 

δυνατότητα της – με δικαστική παρέμβαση – άρσης νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο καταστάσεως, η οποία προέκυψε από τη μη τήρηση της ορισμένης από το νόμο προθεσμίας για δύο λόγους: την ανώτερη βία ή το δόλο του αντιδίκου του. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 29/1992). Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, και η αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην απώλεια προθεσμίας, με την έννοια ότι ήταν αδύνατο για τον τελευταίο να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του για την έγκαιρη αντικατάστασή του (ΑΠ 1119/2017). Επίσης, ως περιστατικά ανωτέρας βίας έχουν κριθεί νομολογιακά ότι τυγχάνουν οι φυσικές καταστροφές (ο σεισμός, η καθίζηση του εδάφους, η τρικυμία και η σφοδρή θαλασσοταραχή, η ακραία και μη επαρκώς προβλεφθείσα κακοκαιρία), η αιφνίδια ασθένεια του δικαιούχου, εφόσον καθιστά αδύνατη τη σχετική ενέργεια, η απεργία δικαστικών υπαλλήλων για τους διαδίκους, αλλά και η εσφαλμένη νομική συμβουλή δικηγόρου προς πελάτη του (βλ. ΑΠ 15/2018, ΟλΑΠ 29/1992, ΑΠ 1540/2017, ΑΠ 809/2019, ΑΠ 1568/2013, ΑΠ 438/2013, ΑΠ 1506/2013, ΕφΠατρ 320/2017, ΠΠρΑθ 1826/2016, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του νομιμοποιούμενου να ασκήσει το ένδικο μέσο διαδίκου οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικά και, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια, ώστε να καταλαβαίνεται σ’ αυτόν, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, χρόνος επαρκώς αξιοποιήσιμος σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και  σύνεση αλλά και τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστεως και της μη παρέλκυσης των δικών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 116 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1438/2013). Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως, στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου, λόγω εσφαλμένης συμβουλής ή ελλιπούς ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ή του ίδιου του πληρεξουσίου δικηγόρου, να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη (βλ. ΟλΑΠ 15/1987, ΟλΑΠ 29/1992, ΑΠ 1537/2008, ΑΠ 1497/2008, ΑΠ 513/2016, ΕφΛαμ 186/2011, ΕφΠειρ 59/2010, ΜΠρΠατρ 487/1992, ΤΝΠ ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΘες/κης 466/2023, ΕιρΠερ 510/2023, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Με την κρινόμενη από 29-08-2024 κλήση τους, όπως αυτή παραδεκτώς (κατ’ άρθρα 224 και 741 ΚΠολΔ) συμπληρώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και επαναλήφθηκε με τις νομίμως επί της έδρας  κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, και όπως το περιεχόμενο αυτής εκτιμάται στο σύνολό του, οι καλούντες – αιτούντες, επικαλούμενοι την αντικειμενική αδυναμία τους να προβούν στις απαραίτητες δικονομικές ενέργειες, λόγω ελλιπούς, άλλως εσφαλμένης ενημέρωσης από ταλ υπογράφουσα την από 10-11-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 857/23-12-2015 αίτησή τους, κατ’ άρθρο 4 του Ν. 3869/2010, πληρεξουσία δικηγόρο τους, και δη, μετά από τη ματαίωση της συζητήσεώς της, κατά την μετ’ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο της 04-06-2019, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 22-05- 2019 έως 05-06-2019, λόγω των ευρωεκλογών, δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 26ης-5-2019, ως λόγο ανωτέρας βίας για την απώλεια της οριζόμενης από το Ν. 4745/2020 προθεσμίας για τον επαναπροσδιορισμό της προλεχθείσας από 10-11-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 857/23-12-2015 αιτήσεώς τους, ζητούν, επικαλούμενοι άμεσο έννομο συμφέρον, την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και τη συζήτηση της ως άνω αίτησής τους.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη από 29-08-2024 και με ΓΑΚ 4820/02-09-2024 και ΕΑΚ 98/02-09-2024 κλήση επαναφοράς μετά από ματαίωση, που κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, συνιστά κλήση – αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, κατ’ άρθρα 152 158 ΚΠολΔ, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (πρβλ. άρθρο 3 του Ν. 3869/2010, σε συνδυασμό με άρθρα 154 και 156 του  ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ασκείται παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 155 ΚΠολΔ, καθ’ όσον η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται  σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο (βλ. τις υπ’ αριθμ. 6.051Γ’/11-09-2024, 6.053Γ’/11-09-2024   και       6.048Γ’/11-09-2024  εκθέσεις         επίδοσης       της      Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Άννας ΠΑΧΑΚΗ) και πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσίαν.

Από την ανωμοτί κατάθεση της καλούσας – αιτούσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του                    Δικαστηρίου  τούτου και       η                      οποία  (κατάθεση) περιλαμβάνεται στα      ταυτάριθμα            με                    την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που τηρήθηκαν με τη διαδικασία της φωνοληψίας κατ’ άρθρο 256 παρ. 3 του ΚΠολΔ, και απ’ όλα τα έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς και νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι καλούντες –                  αιτούντες, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Οι καλούντες – αιτούντες άσκησαν την από 10-11-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 857/23-12-2015 αίτησή τους, κατ’ άρθρο 4 του Ν. 3869/2010, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24-01-2017, ότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 04-06-2019, ότε και ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 22-05- 2019 έως 05-06-2019, λόγω των ευρωεκλογών, δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 26ης-5-2019, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ, πρωτ. οικ. 27002/06- 05-2019 εγκύκλιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μετά την εν λόγω ματαίωση της συζήτησης, κατά την ανωτέρω δικάσιμο, οι καλούντες –  αιτούντες ουδέποτε ενημερώθηκαν από την υπογράφουσα την  από 10-11-2015  και με αριθμό  έκθεσης  κατάθεσης δικογράφου 857/23-12-2015 αίτησή τους, κατ’ άρθρο 4 του Ν. 386ψ2010, πληρεξουσία δικηγόρο τους, σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες θα έπρεπε να προβούν, προκειμένου να καταθέσουν κλήση επαναφοράς μετά  από ματαίωση και,  εν  συνεχεία, αίτηση  επαναπροσδιορισμού  της  ως εκκρεμούς αίτησής τους, υπό το καθεστώς του Ν. 4745/2020 και εντός των  οριζόμενων σε αυτόν αποκλειστικών καταληκτικών προθεσμιών, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, σύμφωνα και με άπαντα τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα στην υπό στοιχείο 1. μείζονα σκέψη της παρούσας. Μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος πλέον των πέντε (5) ετών από την προρρηθείσα ματαίωση της συζήτησης της αίτησής τους, οι καλούντες – αιτούντες έλαβαν γνώση για πρώτη φορά περί τα τέλη Αυγούστου του έτους 2024 ότι οι αιτήσεις ρύθμισης οφειλών του Ν. 3869/2010 που εκκρεμούσαν σε πρώτο βαθμό και των οποίων η συζήτηση έχει προσδιορισθεί μετά τις 15-06- 2021, εισάγονται προς συζήτηση υποχρεωτικά και αποκλειστικά με υποβολή αίτησης επαναπροσδιορισμού, καθώς επίσης και ότι σε περίπτωση που δεν υποβληθεί εμπροθέσμως η εν λόγω αίτηση επαναπροσδιορισμού, η αρχική αίτηση του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα. Ωστόσο, κατά το χρόνο αυτό, αφενός μεν είχε ήδη εκπνεύσει προ πολλού η προθεσμία υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού της κρινόμενης αίτησής τους, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, κατά τα οριζόμενα στο Ν. 4745/2020, αφετέρου δε, δεν καθίστατο εφικτή η δυνατότητα υποβολής της σχετικής αίτησης μέσω της ως άνω ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Τούτο, όμως, συνιστά αντικειμενική αδυναμία τους, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και, κατ’ επέκταση, λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος, με βάση την αρχή της επιείκειας, και σύμφωνα με άπαντα τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ. μείζονα σκέψη της παρούσας, θα πρέπει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, να οδηγήσει σε επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Άλλωστε, σκοπός του Ν. 4745/2020, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην Αιτιολογική του Έκθεση, είναι η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, με την επίσπευση της συζήτησης των εκκρεμών αιτήσεων του Ν. 3869/2010 και με την απόσυρση εκείνων των αιτήσεων των οποίων οι διάδικοι δεν επιθυμούν πλέον την εκδίκαση, και όχι η τιμωρία των διαδίκων, οι οποίοι, ελλείψει νομικής καθοδήγησης, ανέμεναν την εκδίκαση της υπόθεσής τους, άνευ υπαιτιότητάς τους για την πολυετή καθυστέρηση της εκδίκασης αυτής. Προς τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι οι καλούντες – αιτούντες, αμέσως μόλις τους παρασχέθηκε ορθή νομική καθοδήγηση, προέβησαν αμελλητί στην υποβολή της κρινόμενης από 29-08-2024 κλήσης επαναφοράς της ένδικης από 10-11-2015 αίτησής τους, για την οποία κλήση, πρέπει να σημειωθεί ότι, μη υπαρχούσης πλέον της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του Ν. 4745/2020 για την υποβολή των αιτήσεων επαναπροσδιορισμού, αποτελεί το μοναδικό και προσήκοντα δικονομικό τρόπο και μέσο για την επαναφορά προς συζήτηση της αίτησής τους. Κατ· ακολουθίαν των ανωτέρω, γενομένου δεκτού του αιτήματος των καλούντων – αιτούντων για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, λόγω ανωτέρας βίας, θα πρέπει το Δικαστήριο, για την οικονομία της δίκης και δεδομένου ότι οι καθ’ ων έχουν κλητευθεί νομίμως (βλ. τις υπ· αριθμ. 6.051Γ’/11-09-2024, 6.053Γ’/11-09-2024 και 6.048Γ’/11-09-2024 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Άννας ΠΑΧΑΚΗ), καιέχουν κατατεθεί όλα τα απαραίτητα έγγραφα, να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της.

ΙΙΙ. Ο Ν. 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την, έστω και μερική,εξόφληση  των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν  να προβούν οι   οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατό από τη διαρκή πίεση των ατομικών διώξεων. Δεν περιλαμβάνεται, όμως, στις     επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπά τους, ότανείναι δυνατή ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή η ικανοποίησή τους βάσει της — υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του. Το δικαστήριο δε, εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπ’ όψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιόν του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου: α) να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη επί μία τριετία, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, β) να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή, και, τέλος, γ) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικώς (βλ. Ευ. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1486). Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τις καθορίσει το Δικαστήριο συμπλέκονται μεταξύ τους.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 8 Ν. 3869/2010, δεν αποκλείεται η εμφάνιση στην πράξη ακραίων ή εξαιρετικών περιπτώσεων οφειλετών, οι οποίοι έχουν πραγματική αδυναμία καταβολών και ελαχίστου ακόμα ποσού. Τούτο ενδεικτικά μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις χρόνιας και χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη ανεργίας, σοβαρών προβλημάτων υγείας αυτού ή άλλου μέλους της οικογένειάς του, ανεπαρκούς εισοδήματος για ην κάλυψη των βασικών στοιχειωδών αναγκών ή άλλων λόγων ισοδύναμης βαρύτητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν τηρείται ο κανόνας που επιβάλλεται με την παρ. 2 του άρθ. 8, αλλά επιτρέπεται στο δικαστήριο να καθορίζει μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές ακόμη, εάν διατυπώνεται σχετικό αίτημα από τον οφειλέτη ή και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (βλ.1. Βενιέρη – 0. Κατσά, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η έκδοση, 2016, σελ. 531, ΕιρΝίκαιας 39/2012, ΝοΒ 2012.1444). Δεν απαιτείται, λοιπόν, στοχευμένο αίτημα ή κάποια πανηγυρική διατύπωση. Το αιτημα του οφειλέτη για ρύθμιση των χρεών του αρκεί για να ενεργοποιήσει την αρμοδιότητα του δικαστή να αναζητήσει στα πλαίσια των καθηκόντων του ποιες είναι οι πληρωμές που πρέπει να επιβληθούν στον οφειλέτη. Αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο οφειλέτης εμπίπτουν στο άρθρο 8 παρ. 5 και προκαλούν την εφαρμογή του, τότε ο δικαστής αυτοδικαίως και χωρίς ανάγκη συγκεκριμένου αιτήματος θα ορίσει την απαλλαγή του από τις καταβολές τριετίας ή θα ορίσει μικρά ποσά (βλ. 1. Βενιέρη – Θ. Κατσά, όπ.π., σελ. 531, Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση το Ν. 3869/201Ο, όπως ισχύει μετά τις επελθούσες νομοθετικές μεταβολές, 4η έκδοση, 2016, άρθρ. 8, αρ. 135, σελ. 363). Επιπλέον, το αίτημα περί εφαρμογής του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 μπορεί να προβληθεί όχι μόνο με το αρχικό δικόγραφο  μεταγενέστερα κατά τα άρθρα 745 και 751 ΚΠολΔ (βλ. Ι. Βενιέρη – Θ. Κατσά ο.π.π., σελ. 531, Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση Οφειλών φυσικών προσώπων με βάση το Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά τις επελθούσες νομοθετικές μεταβολές, 4η έκδοση, 2016, άρθρ. 8, αρ. 135, σελ. 363). Επιπλέον, το αίτημα περί εφαρμογής του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 μπορεί να προβληθεί όχι μόνο με το αρχικό δικόγραφο αλλά και μεταγενέστερα κατά τα άρθρα 745 και 751 ΚΠολΔ (βλ. Ι. Βενιέρη – Θ. Κατσά ο.π., σελ. 534, αρ. 1229).

Περαιτέρω, το δικαστήριο προβαίνοντας σε εφαρμογή της διατάξεως του εδ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 8, ορίζει με την ίδια απόφαση νέα δικάσιμο που απέχει από την προηγούμενη όχι λιγότερο από πέντε (5) μήνες για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Για τη νέα δικάσιμο, οι διάδικοι οφείλουν να ενημερώνονται με δική τους επιμέλεια.

Στη νέα αυτή δικάσιμο, το δικαστήριο επανέρχεται και, αναλόγως των μεταβολών που τυχόν επήλθαν, διατηρεί, αυξάνει ή μειώνει μέχρι μηδενισμού τις καταβολές (βλ. Αθ. Κρητικό, ό.π., άρθρ. 8, αρ. 136, σελ. 363, ΕιρΛαρ 106/2011, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Βέβαια, ο ορισμός μηνιαίων καταβολών μπορεί να προβλεφθεί είτε στην επαναξιολόγηση, είτε ακόμη και με την πρώτη απόφαση με οριστική απαλλαγή χωρίς επαναξιολόγηση (Ειρ0εσ 1752/2012, ΕλλΔνη 2012, σελ. 863, ΕιρΑθ 66/2012, ΕφΑΔ 2012, σελ. 422), αν δεν επιδέχεται μεταβολών ή βελτίωσης η οικονομική – εισοδηματική κατάσταση του οφειλέτη ενόψει της υγείας του, της ηλικίας του και των γενικότερων οικονομικών συνθηκών και παραμέτρων. Επίσης, ο δικαστής μπορεί να κρίνει ότι ο οφειλέτης βρίσκεται πάλι στην ίδια κατάσταση που δικαιολογεί την επανάληψη για δεύτερη φορά της νέας δικασίμου, με σκοπό την επαναξιολόγηση (βλ. 1. Βενιέρη – 0. Κατσά, όπ.π., σελ. 533 – 534, αρ. 1227, Αθ. Κρητικό, όπ.π., άρθρο 8, αρ. 149, σελ. 370).

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά το χαρακτήρα της δικαστικής αποφάσεως, η απόφαση που προσδιορίζει μηδενικές ή μικρού JfJς καταβολές, εφόσον εξαντλεί το χρονικό διάστημα της τριετίας, είναι 7. $Μ:πκή. Στην περίπτωση που οι μηδενικές ή μικρού ύψους καταβολές 7ο1ίζονται για ορισμένο χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των πέντε (5) μηνών και συγχρόνως ορίζεται νέα δικάσιμος για επανακαθορισμό των δόσεων, η απόφαση είναι οριστική κατά το τμήμα της που ορίζει καταβολές για ορισμένο διάστημα χρόνου και μη οριστική κατά το τμήμα της που ορίζει νέα δικάσιμο για επανακαθορισμό των δόσεων για το υπόλοιπο προς συμπλήρωση της τριετίας χρονικό διάστημα. Δηλαδή πρόκειται για απόφαση που περιέχει οριστική και μη οριστική διάταξη (βλ. Κατηφόρη, Η Δικονομία της ρυθμίσεως οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2013, σ. 77 επ, Αθ. Κρητικό, όπ.π., άρθρ. 8, αρ. 148, σελ. 369).

Με την κρινόμενη αίτησή τους, όπως αυτή παραδεκτώς (κατ’ άρθρα 224 και 741 ΚΠολΔ) συμπληρώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και επαναλήφθηκε με τις νομίμως επί της έδρας κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, και όπως το περιεχόμενο αυτής εκτιμάται στο σύνολό του, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς τις μετέχουσες πιστώτριες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητούν την επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών τους, άλλως τη ρύθμιση των χρεών τους, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλουν και αφού ληφθεί υπ’ όψη η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση του περιγραφόμενου στην αίτηση ΙΧΕ αυτοκινήτου του, αιτούντος, ως μη ρευστοποιήσιμου, με σκοπό τη μερική απαλλαγή τους από  τα επίδικα χρέη. Επίσης, ζητούν να αναγνωρισθεί ότι, με την τήρηση και προσήκουσα εκτέλεση από αυτούς της δικαστικής ρυθμίσεως των οφειλών τους, θα απαλλαγούν από το υπόλοιπο των χρεών τους προς τις πιστώτριές τους και τέλος, να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση, στην οποία παραδεκτώς σωρεύονται δύο χωριστές αιτήσεις ρύθμισης οφειλών, καθ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της απλής ενεργητικής ομοδικίας (άρθρο 74 ΚΠολΔ), παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, της περιφέρειας της κατοικίας των αιτούντων, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ, 3 Ν. 3869/2010), εφόσον: α) ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 10-11-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 857/23-12-2015 αιτήσεως, καθώς επίσης και ακριβές αντίγραφο της από 29-08-2024 και με ΓΑΚ 4820/02-09-2024 και ΕΑΚ 98/02-09-2024 κλήσεως, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στις μετέχουσες πιστώτριες, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς διαλαμβανόμενα, β) δεν επιτεύχθηκε προδικαστικός συμβιβασμός και επικύρωση αυτού, κατά την ορισθείσα από την Ειρηνοδίκη ημέρα επικύρωσης και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση των αιτούντων για ρύθμιση των χρεών τους στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή τους για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 3869/2010. Περαιτέρω, έχει γίνει η επικαιροποίηση στων στοιχείων του φακέλου των αιτούντων, σύμφωνα με την παρ. 1 άρθρου 2 υποπ. Α-4 της παρ. Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (βλ. τη σχετική βεβαίωση σε συνδυασμό με τις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις εκάστου των αιτούντων). Όσον αφορά το αίτημα να αναγνωρισθεί ότι, με την τήρηση της ρύθμισης του Δικαστηρίου, θα απαλλαγούν οι αιτούντες από τα χρέη τους, αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, το αίτημα απαλλαγής από κάθε υπόλοιπο οφειλής μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης αιτήσεως του οφειλέτη – αιτούντος, η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Η αίτηση για απαλλαγή από τα υπόλοιπα χρεών κοινοποιείται στους πιστωτές (άρθ. 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010) και επ’ αυτής το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση, με την οποία πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των οφειλών. Συνεπώς, η απαλλαγή δεν επέρχεται από την αρχή. Άλλωστε, στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 69 ΚΠολΔ, ώστε να θεωρηθεί ότι η πρόωρη δικαστική προστασία ζητείται επιτρεπτώς (ΕιρΚορινθ 258/2016, ΕιρΕδεσ 107/2015, ΕιρΡόδου 19/2012, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, η υπό κρίση αίτηση είναι επαρκώς ορισμένο καθ’ όπου οι αιτούντες αναφέρουν: 1) μόνιμη αδυναμία     πληρωμής            των      ληξιπρόθεσμων          οφειλών          τους, ως φυσικών προσώπων που δεν έχουν την πτωχευτική ικανότητα, 2) κατάσταση της περιουσίας τους και των εισοδημάτων τους, 3) κατάσταση των πιστωτών τους και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Κανένα δε άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου της εν λόγω αίτησης. Περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8 και 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, πλην του αιτήματος να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, κατ’ άρθρο 7 Ν. 3869/2010, το οποίο είναι μη νόμιμο, διότι η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης του άρθρου 4 παρ. 1, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα ανωτέρω επίτευξη συμβιβασμού, με απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο από την επικύρωσή του αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Το Δικαστήριο, στο δικονομικό στάδιο από την κατάθεση της αίτησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου μέχρι τη συζήτηση, στερείται της εξουσίας να υποχρεώσει σε συμβιβασμό τους διαδίκους ή τους πιστωτές και, συνεπώς, το εν λόγω αίτημα δεν έχει νόμιμη βάση (ΕιρΣικ 11/2016, ΕιρΜασσητ 69/2015, ΕιρΠολυγ 64/2014, ΕιρΚορ 89/2013, ΕιρΆλεξ 485/2013, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακόμη, μη νόμιμο είναι και το αίτημα περί συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης, αφού σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010, δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται και επομένως τα άρθρα αυτά του ΚΠολΔ (περί δικαστικών εξόδων) δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα διαδικασία. Πρέπει, επομένως, η αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την ανωμοτί κατάθεση της αιτούσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και η οποία (κατάθεση) περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που τηρήθηκαν με τη διαδικασία της φωνοληψίας, κατ’ άρθρο 256 παρ. 3 του ΚΠολΔ, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, ουδενός των οποίων παραλείφθηκε η συνεκτίμηση, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες είναι σύζυγοι, γεννηθέντες αμφότεροι το έτος 1966 και από το γάμο τους δεν έχουν αποκτήσει τέκνα (βλ. την από 12-10-2015 βεβαίωση του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εκλογών του Υπουργείου Εσωτερικών). Κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, ο αιτών εργάζεται ως εργατοτεχνίτης στην ΕΡΤ Α.Ε., λαμβάνοντας μηνιαίο μισθό ύψους 1.500,00 ευρώ περίπου, αναλόγως των ωρών υπερωριακής απασχολήσεως, υπερεργασίας και εργασίας κατά τις αργίες που πραγματοποιεί κάθε μήνα (βλ. προσκομιζόμενη ανάλυση εκκαθάρισης μισθοδοσίας μηνός Σεπτεμβρίου έτους 2024, σε συνδυασμό με σε συνδυασμό με εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογικού έτους 2023 της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., όπου εμφαίνεται το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του αιτούντος για το προλεχθέν έτος,    ύψους  18.059,27        ευρώ). Παλαιότερα,    εργαζόταν       ομοίως ως εργατοτεχνίτης στην ΕΡΤ Α.Ε., λαμβάνοντας μηνιαίο μισθό ύψους έως και 3.000,00 ευρώ (βλ. ενδεικτικά εκκαθαριστικό σημείωμα οικονομικού έτους 2008 της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.), ο οποίος μειώθηκε σταδιακά, μέχρι και τις 11-06- 2013, ότε και διακόπηκε η λειτουργία της ΕΡΤ Α.Ε., με αποτέλεσμα ο αιτών να παραμείνει άνεργος και να εγγραφεί στον ΟΑΕΔ (βλ. προσκομιζόμενο δελτίο ανεργίας του ΟΑΕΔ με αριθμό 1012462013903736 και ημερομηνία εγγραφής 12-07-2013)· κατόπιν δε, της επαναλειτουργίας της ΕΡΤ Α.Ε., που έλαβε χώρα στις 11-06-2015, ο αιτών επαναπροσλήφθηκε σε αυτή ως εργατοτεχνίτης (βλ. προσκομιζόμενη ανάλυση εκκαθάρισης μισθοδοσίας μηνός Δεκεμβρίου έτους 2015). Η αιτούσα ουδέποτε εργάσθηκε και ουδέποτε διέθετε ίδια εισοδήματα, ασχολούμενη αποκλειστικώς με τα οικιακά, ενώ κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, τα οποία εκκίνησαν από το έτος 2007, ότε και παρουσίασε θρόμβωση, που οδήγησε στην απαραίτητη νοσηλεία της επί μεγάλο χρονικό διάστημα (βλ. ανωμοτί κατάθεση της αιτούσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης). Κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, οι αιτούντες διαμένουν σε μισθωμένη οικία, ήτοι ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου, επιφανείας 54,00 τ.μ., που ευρίσκεται σε πολυκατοικία, κείμενη στην Νέα Ερυθραία Απικής, οδός Ηρώων Πολυτεχνείου, αρ. 11, έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 350,00 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο με ημερομηνία δημιουργίας 11-09-2024 αντίγραφο υποβληθείσας τροποποιητικής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας της ΑΑΔΕ, με ημερομηνία αποδοχής εκ μέρους του αιτούντος – μισθωτή την 18-02-2024), και όχι 420,00 ευρώ, ούτε 500,00 ευρώ, όπως κατέθεσε ανωμοτί η αιτούσα, εξεταζόμενη στο ακροατήριο τουπαρόντος      Δικαστηρίου.   Τούτο   διότι,    ο          ισχυρισμός      αυτός   περί     του προλεχθέντος  – αυξημένου      –           μηνιαίου μισθώματος, αφενός μεν  δεν επιρρωνύεται από έγγραφο αποδεικτικό μέσο· τουναντίον, ευρίσκεται σε αντίθεση με το προκύπτον εκ της προρρηθείσας δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας της ΑΑΔΕ μίσθωμα, αφετέρου δε, όπως η ίδια η αιτούσα συνομολογεί, αφορά ενδεχόμενη και μελλοντική αύξηση και όχι το ισχύον ύψος αυτού (βλ. ανωμοτί κατάθεση της αιτούσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης).

Το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του αιτούντος κατά το οικονομικό έτος 2005 ήταν 28.494,76 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 7.638,71 ευρώ και της αιτούσας μηδενικό, το οικονομικό έτος 2006, του πρώτου     24.959,73 ευρώ,        με αυτοτελώς  φορολογούμενα          ποσά ύψους 5.492,50 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το οικονομικό έτος 2007, του πρώτου    32.344,71 ευρώ, με αυτοτελώς          φορολογούμενα          ποσά ύψους 7.819,46 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το οικονομικό έτος 2008, του πρώτου           36.016,41       ευρώ, με αυτοτελώς   φορολογούμενα         ποσά ύψους 9.546,40 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το οικονομικό έτος 2009, του πρώτου    31.904,90       ευρώ, με αυτοτελώς   φορολογούμενα          ποσά ύψους 6.273,28 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το οικονομικό έτος 201Ο, του πρώτου           34.392,69        ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 10.188,45 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το οικονομικό έτος 2011, του πρώτου 28.751,59 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το οικονομικό έτος 2012, του πρώτου 24.053,90 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το οικονομικό έτος 2013, του πρώτου 22.716,99 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το οικονομικό έτος 2014, του πρώτου 22.675,75 ευρώ, με αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά ύψους 26,49 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2014, του        πρώτου           12.806,46        ευρώ, με αυτοτελώς   φορολογούμενα          ποσά ύψους    .. 6.840,47 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2015, του πρώτου 14.099,61 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2016, του πρώτου 14.924,02 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2017, του πρώτου 15.405,43 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2018, του πρώτου 16.372,42 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2019, του πρώτου 16.608,87 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2020, του πρώτου 16.396,68 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2021, του πρώτου 17.169,64 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό, το φορολογικό έτος 2022, του πρώτου 17.824,78 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό και το φορολογικό έτος 2023, του πρώτου 18.059,27 ευρώ και της δεύτερης μηδενικό (βλ. τα εκκαθαριστικά σημειώματα της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. των αντίστοιχων ετών).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμφότεροι οι αιτούντες δεν διαθέτουν ακίνητη περιουσία (βλ. τις από 22-10-2015 υπεύθυνες δηλώσεις εκάστου, σε συνδυασμό με αντίγραφο Εντύπου Ε9 – Βεβαίωση Δηλωθείσας Περιουσιακής Κατάστασης, όπως έχει δηλωθεί την 01-01-2025, για έκαστο των αιτούντων). Επίσης, ο αιτών είναι αποκλειστικός κύριος του υπ’ αριθμ. κυκλοφ. ΙΚΟ 2152 ΙΧΕ  αυτοκινήτου,  εργοστασίου  κατασκευής  DAEWOO,  έτους  πρώτης κυκλοφορίας 2007 (βλ. εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογικού έτους 2023 της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., σε συνδυασμό με ανωμοτί κατάθεση της αιτούσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης).

Ενόψει των ανωτέρω, το ποσό που απαιτείται μηνιαίως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών αμφοτέρων των αιτούντων ανέρχεται στο ποσό των 1.100,00 ευρώ. Επισημαίνεται ότι κατά τον καθορισμό του μηνιαίου κόστους διαβίωσης θα πρέπει να εξισορροπηθούν δύο αντίρροποι στόχοι, αφενός δηλαδή δεν πρέπει να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης των αιτούντων (άρθρ. 2 παρ. 1 2, existenzminimum), το οποίο προσδιορίζεται βάσει κριτηρίων τόσο αντικειμενικών, με βάση το εισόδημα ή την περιουσία, όσο και υποκειμενικών, σύμφωνα με την προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, την υγεία και την ηλικία των προσώπων. Η επανένταξη, δηλαδή, του οφειλέτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή δια της υπαγωγής του στο Ν. 3869/2010, δεν πρέπει να γίνει σε βάρος της προσωπικής του αξιοπρέπειας και της προσωπικότητάς του, στα πλαίσια που επιβάλλει το κοινωνικό κράτος και δεν θα πρέπει με τον καθορισμό από το δικαστήριο του ύψους των μηνιαίων δόσεων να επέρχεται εξαθλίωση αυτού.

Αφετέρου δε, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι ο οφειλέτης, ο οποίος αιτείται την υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του, δηλαδή μόνο στις απολύτως απαραίτητες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα των τριών ετών.

Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, οι αιτούντες είχαν αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία ως

ανέγγυα, κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (άρθρ. 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010).

Αναλυτικότερα, ο αιτών συνήψε με: α) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA BANK Α.Ε.», 1) τη με αρ. 200409142024000 σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 11-10-2015, 10.068,17 ευρώ, 2) τη με αρ. 200708075068000 σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 11- 10-2015, 8.511,93 ευρώ, 3) τη με αρ. 200605253489000 σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 25-09-2015, 1.947,38 ευρώ, 4) τη με αρ.  200708020096000 σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 14-10-2015, 26.429,46 ευρώ, 5) τη με αρ. 200407222000000 σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 13-10-2015, 4.369,52 ευρώ και 6) τη με αρ. 1806266 σύμβαση δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 24-09-2015, 10.641,00 ευρώ, β) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», 1) τη με αρ. 4216950892 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 16-10-2015, 59.356,07 ευρώ και 2) τη με αρ. 4228432204 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 18- 07-2013, 669,17 ευρώ, γ) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», 1) τη με αρ. 45117666202 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 11.748,21 ευρώ, 2) τη με αρ. 91109610008649 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 29.900,15 ευρώ, 3) τη με αρ. 4792730729824017 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 6.298,08 ευρώ, 4) τη με αρ. 4792750099914792 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 25.342,21 ευρώ, 5) τη με αρ. 5458650703915015 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 21.575,87 ευρώ και 6) τη με αρ. 6019760820985401 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 15.459,47 ευρώ και δ) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «HELLENIC POST CREDIT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ», της οποίας καθολική διάδοχος κατέστη, κατόπιν συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», 1) τη με αρ. 4232940179612006 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 10-12-2015, 7.064,30 ευρώ και 2) τη με αρ. 5248700009022001 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 10-12-2015, 2.866,96 ευρώ. Συνολικά δε ο αιτών οφείλει, κατά τα ανωτέρω, στις πιστώτριές του, το ποσό των 242.247,95 ευρώ.

Επιπλέον, η αιτούσα συνήψε με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», 1) τη με αρ. 110157356002 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 33.684,22 ευρώ, 2) τη με αρ. 4063010050170294 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 3.238,95 ευρώ, 3) τη με αρ. 4792730285842643 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 22.538,96 ευρώ, 4) τη με αρ. 5458650296262841 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 24.749,35 ευρώ, 5)  τη με αρ. 6019760891814522 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015, 6.247,46 ευρώ και 6) τη με αρ. 6019760900625505 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, με υπόλοιπο οφειλής στις 15-10-2015,

10.394,66 ευρώ. Συνολικά δε η αιτούσα οφείλει, κατά τα ανωτέρω, στην πιστώτριά της, το ποσό των 100.853,60 ευρώ.

Η υπερχρέωση των αιτούντων από τα ανωτέρω πιστωτικά προϊόντα, σε συνδυασμό με την απώλεια της εργασίας του αιτούντος το έτος 2013, και την διετή παραμονή του σε καθεστώς ανεργίας, με εκμηδενισμό των εισοδημάτων του, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, καθώς επίσης και την τρέχουσα ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική συγκυρία, την αύξηση του πληθωρισμού, τα υψηλά επιτόκια του τραπεζικού δανεισμού, τους δυσμενείς όρους αναχρηματοδότησης και τη ραγδαία αύξηση των επιβαλλομένων φορολογικών υποχρεώσεων, είχαν ως αποτέλεσμα οι αιτούντες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση των χρεών τους. Η υπερχρέωση των αιτούντων από τα ανωτέρω πιστωτικά προϊόντα, σε συνδυασμό με την απώλεια της εργασίας του αιτούντος το έτος 2013, και την διετή παραμονή του σε καθεστώς ανεργίας, με εκμηδενισμό των εισοδημάτων του, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, καθώς επίσης και την τρέχουσα ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική συγκυρία, την αύξηση του πληθωρισμού, τα υψηλά επιτόκια του τραπεζικού δανεισμού, τους δυσμενείς όρους αναχρηματοδότησης και τη ραγδαία αύξηση των επιβαλλομένων φορολογικών υποχρεώσεων, είχαν ως αποτέλεσμα οι αιτούντες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση των χρεών τους. Η δε αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών τους κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, ενώ παράλληλα οι δανειακές τους υποχρεώσεις αυξάνονται συνεχώς, λόγω της επιβάρυνσης των δανείων με τόκους υπερημερίας. Συνεπώς, συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση μόνιμη και διαρκής πραγματική αδυναμία των αιτούντων πληρωμής του κύριου όγκου των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους προς τις πιστώτριές τους, στην οποία περιήλθαν χωρίς δόλο. 

Σύμφωνα με τα προλεχθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων οι προϋποθέσεις για την ένταξή τους στις ρυθμίσεις του νόμου 3869/2010.

Ειδικότερα, όσον αφορά τον αιτούντα, συντρέχουν στο πρόσωπό του συμπλεκτικά οι θετικές και ελλείπουν οι αρνητικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, για μηνιαίες καταβολές προς τις πιστώτριές του επί τριετία. Αναλυτικότερα, όπως
εκτέθηκε και ανωτέρω, το μηνιαίο εισόδημα του αιτούντος, ήτοι ο μισθός που λαμβάνει αυτός από την εργασία του, και που ταυτόχρονα αποτελεί το – μοναδικό οικογενειακό μηνιαίο εισόδημα αμφοτέρων των αιτούντων, ανέρχεται στο ποσό των 1.500,00 ευρώ, και το ύψος των βιοτικών αναγκών αυτού και της αιτούσας – συζύγου του, ανέρχεται στο ποσό των 1.100,00 ευρώ μηνιαίως. Ως εκ τούτου, το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο αιτών για  την ικανοποίηση των πιστωτριών του ανέρχεται στο ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως. Έτσι, η ρύθμιση των οφειλών του θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας προς τις πιστώτριές του από το μηνιαίο εισόδημά του επί τριετία. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, οι καταβολές πρέπει να ορισθούν στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ μηνιαίως, συμμέτρως διανεμόμενο προς τις απαιτήσεις των πιστωτριών του, ήτοι αναλόγως του ύψους έκαστης απαιτήσεως εκάστης πιστώτριάς του, και οι οποίες καταβολές θα πραγματοποιούνται εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.


Περαιτέρω, όσον αφορά την αιτούσα, συντρέχουν στο πρόσωπό της συμπλεκτικά οι θετικές και ελλείπουν οι αρνητικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010, κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, αυτή ουδέποτε εργάσθηκε και ουδέποτε διέθετε ίδια εισοδήματα, οι δε βιοτικές της ανάγκες καλύπτονταν ανέκαθεν με τη συνδρομή του αιτούντος – συζύγου της. Έτσι, η ρύθμιση των οφειλών της θα γίνει, κατ’ άρθρο 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010, με μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς την πιστώτριά της επί τριετία, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Η οικονομική δε κατάσταση της αιτούσας κρίνεται ότι δε χρήζει επανεξέτασης, καθώς τα εισοδηματικά της δεδομένα δεν φαίνεται ότι πρόκειται να βελτιωθούν, λαμβανομένης υπόψιν και της ηλικίας της, καθώς επίσης και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, θα πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστούν οι οφειλές των αιτούντων οριστικά, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ θα πρέπει να εξαιρεθεί από την εκποίηση, καθώς η ρευστοποίησή του δεν πρόκειται να προκαλέσει ιδιαίτερο αγοραστικό ενδιαφέρον, αλλά ούτε και θα αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτριών τους, λαμβανομένων υπ’ όψη και των εξόδων που απαιτούνται για τη διαδικασία εκποίησής του, το με αριθμό κυκλοφορίας ΙΚΟ 2152 ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του αιτούντος, λόγω της μικρής εμπορικής του αξίας, ενόψει και της παλαιότητάς του. Περαιτέρω, παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των καθ’ ων πιστωτριών που δικάστηκαν ερήμην δεν ορίζεται, διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το νόμο (άρθρο 14 του Ν. 3869/2010). Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 10-11-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 857/23-12-2015 αίτηση, η συζήτηση της οποίας επαναφέρθηκε με την από 29-08-2024 και με ΓΑΚ 4820/02-09-2024 και ΕΑΚ 98/02-09-2024 κλήση, ερήμην των καθ’ ων πιστωτριών.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη του καλούντος – αιτούντος προς τις πιστώτριές του και καθορίζει τις επί τρία (3) έτη καταβολές του καλούντος – αιτούντος στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ μηνιαίως, συμμέτρως διανεμόμενων προς τις απαιτήσεις των πιστωτριών του, που θα καταβάλλονται εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της καλούσας – αιτούσας προς την πιστώτριά της με τον ορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών, επί τριετία, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.


ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Μαρούσι, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14-05-2025, απόντων των διαδίκων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *