ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης
4911/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(16ο Τμήμα – Ενοχικό)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεωργία Λαμπροπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθερία Κώνστα Εφέτη-Εισηγήτρια, Αλεξάνδρα Μητσοπούλου Εφέτη και τη Γραμματέα Αθηνά Καστρίτση.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΝΤΟΣ: ……………………………………….., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, επί της οδού …………………, Α.Φ.Μ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ………………………………με ΑΜΔΣΑ ………..
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……………………………………, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, επί της οδού………………. με Α.Φ.Μ. …………, και 2) …………………………………….., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, επί της οδού ……………, με Α.Φ.Μ. …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Χρήστου Θεοδωρόπουλου με ΑΜ ΔΣΑ 32571.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 01-11-2021 και με αριθμό κατάθεσης …………………… αγωγή κατά
των εναγομένων. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’αρ. 611/2024 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου αντιμωλία των διαδίκων που απέρριψε την αγωγή. Κατά την ως άνω απόφασης ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 17.4.2024 έφεση με αριθμούς κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……………… η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης και την εκφώνησή της οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπροθέσμως τις προτάσεις τους και παρέστησαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
1.Η από 17-4-2024 και με αριθ.καταθ. ……………………. έφεση που ασκήθηκε από τον πρωτοδίκως ηττηθέντα ενάγοντα στρεφόμενη κατά της υπ΄αρ. 611/2024 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον ενάγοντα-εκκαλούντα, την 19-3-2024 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Ιωάννη Αγγελόπουλου επί του σώματος της αποφάσεως) ενώ η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε την 18-4-2024 (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 §1, 520 § 1 του ΚΠολΔ). Επομένως αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 498 και 19 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί α) από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού διακοσίων (150) ευρώ, που ρητά μνημονεύεται στη συνταχθείσα από τη Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό ………………………. έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου και β) προσκομίζονται τα κατ’ άρθρ. 61 ν. 4194/2013 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων). Επομένως, η έφεση αυτή είναι τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο αυτό, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522,524 και 533 § 1 του ΚΠολΔ).
2α.- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 505 και 507 του ΑΚ ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως, αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέψει το δωρητή (το πρώτο) και ο δωρητής ή ο κληρονόμος του έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος παραλείπει υπαίτια να εκτελέσει τον τρόπο υπό τον οποίο έγινε η δωρεά (το δεύτερο). Ως αχαριστία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά υπαίτια αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία. Η αντικοινωνική συμπεριφορά του δωρεοδόχου, η οποία μπορεί να προκύπτει και από συνδυασμό περισσοτέρων πράξεων ή παραλείψεων, έστω και αν κάθε μία χωριστά δεν συνιστά βαρύ παράπτωμα (ΑΠ 1165/2021, 941/2012, ΑΠ 656/2011, 654/2011, ΑΠ1523/2010, ΑΠ 1248/2009 ΝΟΜΟΣ), πρέπει να στρέφεται κατά του δωρητή, του συζύγου του ή στενού συγγενούς του. Έτσι, αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο. Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος, από αντικειμενική άποψη, είναι ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς και η αξία του αντικειμένου της, όπως και ο τρόπος ενέργειας και ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή στενού συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή (ΑΠ 109/2010, ΑΠ 1361/2007, Νόμος). Το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του εκτιμά τη συμπεριφορά αυτή με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και το βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται αν η υπ’ αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα, κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά στην συγκεκριμένη περίπτωση, βαρύ παράπτωμα και αχαριστία. Η κρίση αυτή του δικαστή της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς, όχι ως προς το εάν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, αλλά ως προς την περαιτέρω αξιολόγηση αν τα περιστατικά, όπως τα δέχθηκε ο δικαστής της ουσίας ότι απεδείχθησαν, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 505 AK (ΑΠ 41/2021, ΑΠ 291/2018, 173/2017, 726/2017, 655/2014, 941/2012, 781/2012, 1714/2007, 109/2010, 1248/2009, 1718/2009, NOΜΟΣ).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 505 και 509 ΑΚ, προκύπτει ότι από την περιέλευση στο δωρεοδόχο της δηλώσεως του δωρητή για ανάκληση της δωρεάς (άρθρο 167 ΑΚ), η οποία είναι άτυπη, έστω και αν αφορά ακίνητο, η εμπράγματη κατάσταση που υπάρχει κατά το χρόνο που γίνεται η ανάκληση δεν μεταβάλλεται, δηλαδή ο δωρητής δεν αποκτά ξανά την κυριότητα του αντικειμένου της δωρεάς, αλλ’ ανατρέπονται «αυτοδικαίως» για το μέλλον (ex nunc) τα αποτελέσματα της ενοχικής συμβάσεως της δωρεάς και ο δωρητής δικαιούται να ζητή-σει το αντικείμενο αυτής κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτι-σμού (άρθρο 904 επ. ΑΚ) και ειδικότερα, λόγω λήξεως της αιτίας, για την οποία δόθηκε το πράγμα. Ο δωρεοδόχος λοιπόν, είναι υποχρεωμένος πρωτογενώς να επιστρέψει αυτό τούτο το αντικείμενο της δωρεάς βάσει ενοχής είδους κατά την ΑΚ 904 § 1 εδ. α΄. Η αγωγή αυτή είναι προσωπική (ενοχική) και όχι εμπράγματη, στηρίζεται δε στην ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου προς απόδοση του χωρίς αιτία κατεχομένου πράγματος. Μετά την ανάκληση της δωρεάς, δηλαδή, δεν διαπλάθεται νέα έννομη κατάσταση με την αναπλήρωση της ελλείπουσας δήλωσης βουλήσεως του υποχρέου, αλλά καταδικάζεται απλώς ο υπόχρεος σε επιχείρηση της πράξης, έτσι η καταδίκη δεν αφορά πέραν της δηλώσεως βουλήσεως και την υπό το προϊσχύσαν δίκαιο τέλεση της δικαιοπραξίας, στην οποία πρωτίστως κατατείνει η δηλωθείσα βούληση. Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, αν ανακληθεί νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, ο δωρητής δικαιούται ενοχικώς σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσιας απόδοσης εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης. Έτσι, αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση της κυριότητας, μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς, γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, είτε με τη διεκδικητική αγωγή, είτε με καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως (949 ΚΠολΔ) και μεταγραφή αφενός της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και αφετέρου της δήλωσης του δω-ρητή ενώπιον συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής. Εφόσον πραγματοποιηθούν τ’ ανωτέρω νομικά γεγονότα, μετατίθεται η κυριότητα του δωρηθέντος στον δωρητή. Έτσι ο ενάγων δωρητής κατά την άσκηση της αξιώσεως προς απόδοση του δωρηθέντος στην περίπτωση ανακλήσεως της δωρεάς, οφείλει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, πλην των στα άρθρα 118, 119 §1 και 216 ΚΠολΔ οριζομένων, την σύμβαση συστάσεως της δωρεάς, την εκ μέρους του εκπλήρωση της υποχρεώσεως του με την παράδοση του δωρηθέντος πράγματος στον εναγόμενο, οποίος κατέστη κατά τούτο αδικαιολογήτως πλουσιότερος, την δήλωση ανακλήσεως της δωρεάς και την αιτία της ανακλήσεως καθώς και αίτημα αποδόσεως σ’ αυτόν του δωρηθέντος, συνεπεία της ανακλήσεως της δωρεάς (ΑΚ 505, 509, 904, 908). Στο δικόγραφο της αγωγής μπορεί ο δωρητής, να σωρεύσει: α) αίτημα για την αναγνώριση της συνδρομής νομίμου λόγου της ανακλήσεως της δωρεάς, β) απόδοσης των δωρηθέντων με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (όχι όμως αίτημα αποβολής του εναγομένου από αυτό, δοθέντος ότι η αποβολή αποτελεί απλώς το παρεχόμενο προς το δικαστικό επιμελητή μέσον σύμφωνα με το άρθρο 943 § 1 ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως) και γ) σε περίπτωση αρνήσεως του δωρεοδόχου, να υποχρεωθεί αυτός σε καταδίκη σε δήλωση βούλησης, για την αναμεταβίβαση (ΑΠ 419/2016, 655/2014, 2054/2014 545/2013, 840/1994, ΕφΘεσ 1490/2011, ΕφΠατρ 867/2007, Νόμος, ΕφΑθ 10373/1990, ΕΣΔ 1991, 82).
2β.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 1509 του ΑΚ η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιοδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο νομοθέτης χαρακτηρίζει ως γονική παροχή εκείνη που δεν υπερβαίνει το μέτρο το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, χωρίς όμως και αυτός να προσδιορίζει τις περιστάσεις. Ως ενδεικνυόμενο μέτρο από τις περιστάσεις θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής, και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων, την ηλικία του κλπ. (ΑΠ 656/2011, ΑΠ 1248/2009, ΑΠ 1718/2009, ΑΠ 518/2006, ΕφΠειρ 916/2016, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1501/2009, ΕλλΔνη 2009.1466). Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής αλλά μόνο η συνδρομή ανάγκης υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 ΑΚ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης, τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς (ΑΠ 654/ 2011, ΕφΠειρ 60/2016 ΝΟΜΟΣ).
3.- Ο εκκαλών-ενάγων με την από 01-11-2021 αγωγή του ιστορούσε ότι με την πρώτη εναγόμενη υπήρξαν σύζυγοι και ότι δυνάμει του με αριθμό 7173/27-04-1983 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου αγόρασαν από κοινού στις Σπέτσες, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, το λεπτομερώς περιγραφόμενο στην αγωγή οικόπεδο με την σε αυτό ημιανώγεια κατοικία. Ότι, στην πραγματικότητα, το ως άνω ακίνητο αγοράσθηκε εξ ολοκλήρου με δικά του χρήματα, ενώ η πρώτη εναγόμενη φαινομενικά και μόνο υπήρξε αγοράστρια του ποσοστού του Ά εξ αδιαιρέτου, καθώς ουδέποτε κατέβαλε κάποιο τίμημα, επιθυμία δε του ίδιου ήταν να εξασφαλίσει τη διαβίωσή της, ελλείψει άλλων περιουσιακών στοιχείων και καταθέσεων στο όνομά της. Ότι, δυνάμει του με αριθμό 7244/14-04- 1993 συμβολαίου, επίσης, μεταβίβασε αφενός λόγω δωρεάς εν ζωή την επικαρπία του 1/2 εξ αδιαιρέτου του παραπάνω ακινήτου, που του ανήκε, στην πρώτη εναγόμενη, αφετέρου λόγω γονικής παροχής την ψιλή κυριότητα του ίδιου ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο εναγόμενο – υιό του, καθώς και στον έτερο υιό του, Βίκτωρα Ζοβόλια, κατ’ ισομοιρία. Ότι ακολούθως, δυνάμει του με αριθμό 7243/14-04-1993 συμβολαίου, αυτός προέβη σε δωρεά της επικαρπίας ενός οικοπέδου μετά της ισόγειας οικίας του, που βρίσκεται στο Μοσχάτο Αττικής και όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή, στην πρώτη εναγόμενη, και σε γονική παροχή της ψιλής κυριότητας του ίδιου ως άνω ακινήτου στο δεύτερο εναγόμενο και στον έτερο υιό του, Βίκτωρα Ζοβόλια, κοινά, αδιαίρετα και κατά ίση μοίρα στον καθένα. Ότι τέλος, δυνάμει του με αριθμό 7271/10-05-1993 συμβολαίου αυτός μεταβίβασε στο δεύτερο εναγόμενο και στον έτερο υιό του, Βίκτωρα Ζαβόλια, λόγω γονικής παροχής, για την οικονομική τους αυτοτέλεια και την οικονομική τους αποκατάσταση, κοινά, αδιαίρετα και κατά ίση μοίρα στον καθένα, την ψιλή κυριότητα του 1/3 εξ αδιαιρέτου των κάτωθι οριζόντιων ιδιοκτησιών μιας οικοδομής κείμενης στην Καλλιθέα Αττικής, επί της οδού Μεγαλουπόλεως αριθ. 42, ήτοι: 1) της Υ-1 αποθήκης του υπογείου, 2) του 1-1 καταστήματος του ισογείου, 3) του Α-1 διαμερίσματος του Α’ ορόφου, 4) του Α-4 διαμερίσματος του Α’ ορόφου, και 5) του Β-2 διαμερίσματος του Β’ ορόφου με τα συστατικά και τα παραρτήματα τους. Ότι παρά τη γενναιοδωρία του, οι εναγόμενοι φάνηκαν με βαρύ παράπτωμα αχάριστοι απέναντι στον ίδιο και συγκεκριμένα, άλλαξαν τις κλειδαριές στο σπίτι που βρίσκεται στις Σπέτσες, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί η πρόσβασή του σε αυτό, ενώ επιπλέον στις 20-09-2021 η πρώτη εναγόμενη κοινοποίησε σε αυτόν τη με αριθμό 2/2021 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής. Ότι, εξαιτίας της αντικοινωνικής συμπεριφοράς τους προς το πρόσωπό του, αυτός ανακαλεί, με την υπό κρίση αγωγή του, τις δωρεές στις οποίες είχε προβεί προς αυτούς δυνάμει των με αριθμούς 7243/14-04-1993, 7244/14-04-1993 και 7271/10-05- 1993 συμβολαίων. Ενόψει των ανωτέρω εκτιθέμενων, ο ενάγων ζήτησε, κατ’ εκτίμηση: α) να αναγνωριστεί αα) η ακυρότητα της σύμβασης πώλησης, που συνήφθη δυνάμει του με αριθμό 7173/27-04-1983 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σπετσών Κωνσταντίνου Νικήτα Γιδόπουλου, ως προς το ποσοστό του 1/2 εξ αδιαίρετου που εμφανίζεται ότι αγόρασε η πρώτη εναγόμενη, λόγω εικονικότητας, και ββ) ότι κάτω από αυτήν (εικονική πώληση), καθ’ ο μέρος αφορά στην πρώτη εναγόμενη, υποκρύπτεται έγκυρη σύμβαση δωρεάς από τον ενάγοντα προς την τελευταία, β) να αναγνωριστεί ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες δωρεές προς τους εναγόμενους, οι οποίες έλαβαν χώρα δυνάμει των με αριθμούς 7243/14-04-1993, 7244/14-04-1993 και 7271/10-05-1993 συμβολαίων της Συμβολαιογράφου Αθηνών Στέλλας Βλαχονικολέα – Σταθάκη, έχουν ανακληθεί, και γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του μεταβιβάσουν τα εμπράγματα δικαιώματα που περιγράφονται στην αγωγή του, ήτοι την επικαρπία σε ποσοστό 100% καθώς και το ποσοστό της ψιλής κυριότητας σε ποσοστό 50% των επίδικων ακινήτων. Τέλος, ζήτησε να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 611/2024 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή α) ως προς την πρώτη εναγομένη αφενός ως αόριστη προς το πρώτο αίτημά της περί αναγνώρισης της εικονικότητας της σύμβασης πώλησης, που συνήφθη δυνάμει του με αριθμό 7173/27-04-1983 πωλητηρίου συμβολαίου, και ακολούθως ως μη νόμιμα τα σχετικά αιτήματα περί αναγνώρισης της υποκρυπτόμενης δικαιοπραξίας ως δωρεάς, της ανάκλησης της τελευταίας, της αγωγής απόδοσης του δωρηθέντος, αφετέρου δε ως προς την ανάκληση των δωρεών που έλαβαν χώρα δυνάμει των με αριθμούς 7243/14-04-1993 και 7244/14-04-1993 συμβολαίων μη νόμιμη, καθώς τα περιγραφόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν την έννοια του βαρέως παραπτώματος, και δη τέτοιου που να αποτελεί βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να μη δύνανται να Θεωρηθούν τα περιστατικά αυτά ως εκδήλωση αχαριστίας προς το πρόσωπο του ενάγοντα, ήτοι λόγος νόμιμης ανάκλησης των δωρεών, β) ως προς το δεύτερο ενάγοντα σχετικά με την ανάκληση των δωρεών προς αυτόν, οι οποίες έλαβαν χώρα δυνάμει των με αριθμούς 7243/14-04-1993, 7244/14-04-1993 και 7271/10-05-1993 συμβολαίων, ως αόριστη, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτήν ότι οι εν λόγω γονικές παροχές αποτελούν δωρεά, λόγω υπέρβασης του μέτρου που επιβάλουν οι περιστάσεις, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι περί ανάκλησης της δωρεάς διατάξεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο ηττηθείς ενάγων, ήδη εκκαλών, και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα εκκληθέντα κεφάλαια και να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η ένδικη αγωγή.
4.- Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως μη νόμιμη αναφορικά με το αίτημα της αγωγής για ανάκληση των δωρεών προς την πρώτη εναγομένη, οι οποίες έλαβαν χώρα δυνάμει των με αριθμούς 7243/14-04-1993 και 7244/14-04-1993 συμβολαίων της Συμβολαιογράφου Αθηνών Στέλλας Βλαχονικολέα-Σταθάκη, επικαλούμενος ότι από πολύ μικρή ηλικία εργαζόμενος κατάφερε με πολύ κόπο και προσπάθεια να αποκτήσει τα χρηματικά κεφάλαια που απαιτούνταν για την απόκτηση των αναφερομένων ακινήτων, τα οποία στην συνέχεια τα διέθεσε στην σύζυγο του, πρώτη εναγομένη και στο ενήλικο τέκνο του, δεύτερο εναγόμενο, προκειμένου να τους εξασφαλίσει οικονομικά και να αισθάνονται ασφαλείς. Πλην όμως, οι τελευταίοι επέδειξαν αχαριστία όταν στις 13 Αυγούστου του 2018 επιχείρησε να εισέλθει στην εξοχική τους οικία το νησί των Σπετσών, διαπίστωσε ότι είχαν αλλάξει τις κλειδαριές του σπιτιού. Τα επικαλούμενα τόσο στην αγωγή όσο και στην έφεση πραγματικά περιστατικά και δη της αλλαγής της κλειδαριάς, 28 έτη μετά τις συντελεσθείσες προς αυτούς δωρεά και γονική παροχή, αλλά και η κοινοποίηση στον ενάγοντα από την πρώτη εναγόμενη αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής, επειδή προσπάθησε να εισέλθει σε αυτό, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν την έννοια του βαρέως παραπτώματος, και δη τέτοιου που να αποτελεί βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, ενέχουσα παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των περί ηθικής ή ευπρέπειας κρατουσών στην κοινωνία αντιλήψεων, η οποία οφείλεται σε υπαιτιότητά της και είναι δυνατόν να τους καταλογισθεί, σύμφωνα και με τα όσα αναπτύχθηκαν στην υπό στοιχείο 2ο μείζονα σκέψης της παρούσας, με αποτέλεσμα να μη δύνανται να θεωρηθούν τα περιστατικά αυτά ως εκδήλωση αχαριστίας προς το πρόσωπο του ενάγοντα, ήτοι λόγος νόμιμης ανάκλησης των δωρεών. Επομένως έτσι που έκρινε Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την πρώτη εναγομένη για την εν λόγω βάση της αγωγής, την οποία εκτίμησε ως μη νόμιμη, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τον εκκαλούντα παράπονα στον πρώτο λόγο έφεσης απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.
5. Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του ο εκκαλών-ενάγων παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής του ως προς τον δεύτερο των εναγομένων, υπό του, διότι προέβη στην επίδικη γονική παροχή με σκοπό να συμβάλει στην ενίσχυση της οικογενειακής και οικονομικής αυτοτέλειας του εναγόμενου, θεωρώντας ότι η εν λόγω γονική παροχή συνιστά δωρεά, καθώς υπερβαίνει το λογικό μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, ενώ παράλληλα ο δωρητής δεν διέθετε άλλη αξιόλογη ακίνητη περιουσία που θα μπορούσε να διαθέσει στον δωρεοδόχο, δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος διέθετε ήδη επαγγελματική απασχόληση. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι αυτή είναι αόριστη, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ότι οι ως άνω γονικές παροχές προς το δεύτερο εναγόμενο αποτελούν δωρεές, λόγω υπέρβασης του μέτρου που επιβάλουν οι περιστάσεις, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι περί ανάκλησης της δωρεάς διατάξεις, ήτοι δεν εκτίθενται με σαφήνεια τα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι ένδικες γονικές παροχές είναι δωρεά στο σύνολό τους ή μερικώς. Ειδικώς, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι οι ένδικες γονικές παροχές αποτελούν δωρεά στο σύνολό της, δεν αναφέρεται ότι υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις και, συνακόλουθα, υπόκειται σε ανάκληση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 505 ΑΚ., και το οποίο (μέτρο) θα κριθεί με βάση την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του γονέα που έκανε την παροχή (ενάγοντος) κατά τον χρόνο σύστασής της, για την οποία καμία αναφορά δεν γίνεται στην αγωγή, ούτε και η οικογενειακή του κατάσταση, η ηλικία του, καθώς και οι ανάγκες του τέκνου προς το οποίο έγινε η παροχή κλπ, ώστε να διακριβωθεί ποιο είναι το προσήκον στην συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο της γονικής παροχής και ποια η υπέρβαση του μέτρου και συνεπώς το σε ανατροπή υποκείμενο υπερβάλλον υπόλοιπο. Η γενική και αόριστη αναφορά ότι η εν λόγω παροχή αποσκοπούσε στην απόκτηση εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου περιουσιακών στοιχείων στο όνομά του ώστε να αισθάνεται ασφαλης και προκειμένου να τα αξιοποιήσει προς την επαγγελματική του αποκατάσταση, δεν συνιστά ορισμένη επίκληση πραγματικών περιστατικών, η οποία είναι αναγκαία για να περιχαρακωθεί το διαγνωστικό αντικείμενο της παρούσας δίκης ώστε αφενός να μπορεί να αντιλέξει ο εναγόμενος αφετέρου το επιληφθέν επί της αγωγής δικαστήριο να οριοθετήσει ποια πραγματικά περιστατικά θα αποτελέσουν το αντικείμενο αποδείξεως. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που ομοίως έκρινε την αγωγή ως αόριστη ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τον εκκαλούντα παράπονα στον δεύτερο λόγο έφεσης απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.
Κατόπιν τούτων, μη υπαρχόντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου εφέσεως στο δημόσιο ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν εν όλω μεταξύ τους γι’ αμφοτέρους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς, λόγω της εξ αίματος συγγένειας των διαδίκων (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– Δικάζει αντιμωλία διαδίκων την από 17-4-2024 και με αριθ.καταθ. ……………………. έφεση κατά της υπ΄αρ. 611/2024 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
– Δέχεται τυπικά την έφεση.
-Απορρίπτει αυτήν στην ουσία της.
-Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
-Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα του
παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
– Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 23-6-2025
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Και αφού αυτή αφυπηρέτησε
Η αρχαιότερη της σύνθεσης
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 25/9/2095 μετά την αφυπηρέτηση της ως άνω Προέδρου Εφετών, Γεωργίας Λαμπροπούλου με άλλη σύνθεση, αποτελούμενη από τη Σοφία Λιγνού, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθερία Κώνστα, Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Εφέτες, με την παρουσία της Γραμματέως της έδρας, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Leave a Reply