Δημόσιες Συμβάσεις – Προϋποθέσεις απευθείας ανάθεσης – Συνταγματικότητα Ν. 2097/1952 περί απαγόρευσης εκτέλεσης κατά Δημοσίου και ΟΤΑ – Ένσταση 374 Α.Κ. – Πώληση – Προσωρινή εκτελεστότητα απόφασης – Τρόπος υπολογισμού δικαστικών εξόδων στις δίκες με το Δημόσιο – Δέχεται, κηρύσσει εν μέρει προσωρινά εκτελεστή.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 1352/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή XXXXXX Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα XXXX.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11-11-2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Της εδρεύουσας στην XXXXXXX XXXXXX ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « XXXXXXX XXXXXXX » και ήδη μετονομασθείσα σε « XXXXXX XXXXXX », νομίμως εκπροσωπούμενης όπως παραστάθηκε, κατά την επ’ακροατηρίω εκφώνηση της υπόθεσης, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Χρήστου Θεοδωρόπουλου.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : Του εδρεύοντος στο XXXXX XXXXX Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία « XXXXX XXXXX, νομίμως εκπροσωπουμένου, όπως παραστάθηκε, κατά την επ’ακροατηρίω εκφώνηση της υπόθεσης, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, XXXX XXXX.
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 04-05-2015 αγωγή της, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου XXXXXX (γενικό αριθμό κατάθεσης), προσδιορισθείσα για την δικάσιμο 30-01-2019 και μετ’αναβολών για την ως άνω αναγραφόμενη δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμόυς τους, αναφέρθηκαν στις προτάσεις, που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται σε αυτές κα στα πρακτικά συνεδρίασης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Επειδή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 80 του ν.2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», όπως ίσχυε πριν τη κατάργησή του με το ν.4270/2014, για το κύρος σύμβασης του Δημοσίου με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των 400.000 δραχμών ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτισή ης να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο, το ανωτέρω ποσό δε δύναται να τροποποιείται με απόφαση του υπουργού οικονομικών ( ήδη από 01-01-2002 αναπροσαρμόσθηκε σε 2.5000 ευρώ με την YA 2/59649/0026/2001,Φ.Ε.Κ. Β’ 1427/22-10-2001). Επί σύμβασης η αποδοχή της πρότασης δύναται να γίνει με χωριστό έγγραφο, η υπό του αντισυμβαλλομένου όμως του Δημοσίου εκπλήρωση της παροχής του αίρει την εκ της ελλείψεως του γραπτού τύπου, της αποδοχής ακυρότητα της σύμβασης. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψη του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 ΑΚ ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνο όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή ( ΟλΑΠ 862/1984, ΑΠ 766/2014, ΑΠ 1442/2014, ΑΠ 1160/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η πρόταση, ούσα μονομερής και απευθυντέα σε τρίτο δήλωση βούλησης και αποτελούσα ουσιώδες κατ’ αρθ. 192 ΑΚ στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη. Επί σύμβασης πώλησης (άρθρο 513 ΑΚ) ελάχιστα στοιχεία της πρότασης προς κατάρτιση της σύμβασης αποτελούν : α) το πράγμα, που προτείνεται προς πώληση ή αγορά, β) το τίμημα και γ) βούληση συμβατικής δέσμευσης σε περίπτωση αποδοχής της πρότασης (ΑΠ 324/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, περίπτωση αποδοχής της πρότασης (ΑΠ 324/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, Επιπλέον, με τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι « για κάθε σύμβαση του Δημοσίου, που συνεπάγεται έσοδο ή δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά με ειδική διάταξη, προηγείται η προβλεπόμενη από τη περίπτωση ισχύουσες διατάξεις διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων με συνοπτική διαδικασία ή διαπραγμάτευση». Με το άρθρο 83 παρ. 1 του ν. 2362/1995 ορίζεται ότι επιτρέπεται η με απευθείας ανάθεση σύναψη συμβάσεως προμήθειας προιόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτελέσεως έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι του ποσού των 1.5000.000 δρχ, μεταξύ του 1.500.000 δρχ έως 4.000.000 δρχ απαιτείται διαγωνισμός με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος), διενεργούμενος από τριμελή επιτροπή και άνω του ύψους των 4.000.000 δρχ απαιτείται σύναψη σύμβασης για προμήθεια προιόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού) και ότι τα ως άνω χρηματικά όρια δύνανται να αναπροσαρμόζονται δια απόφασης του υπουργού οικονομικών (πράγματι τα ως άνω χρηματικά όρια, συμπεριλαμβανομένου και του φόρου προστιθέμενης αξίας , αναπροσαρμόσθηκαν από 01-01-2002, δυνάμει των άρθρων 1 και 2 της ΥΑ 2/45564/0026/2001 του Υπουργού Οικονομικών, στα εξής κλιμάκια : μέχρι 15.000 ευρώ, από 15.000 έως 45.000 ευρώ και από 45.000 ευρώ και άνω, αντίστοιχα, για καθεμία των ως άνω περιπτώσεων). Τέλος, με το άρθρο 85 του αυτού νόμου ορίζεται ότι «η καθ’ οινδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 84 του παρόντος νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης» (ΑΠ 137/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωμένο να αποδώσει στον πωλητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), την ωφέλεια την οποία αποκόμισε από τα αγαθά που αγόρασε, η οποία συνίσταται στο ποσό, που θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο για την αγορά των ίδιων αγαθών (ΑΠ 1213/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή, με την οποία επιδιώκεται, η καταβολή του τιμήματος του πωληθέντος πράγματος, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει : α) την κατάρτιση της οικείας σύμβασης, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) την τιμή των πωληθέντων πραγμάτων (ΑΠ 818/2017, ΑΠ 1399/2011, Εφθες 1626/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 7 παρ. 2 ν.δ. 496/1974 ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ορίζεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της αγωγής.
Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει : Ότι, πώλησε και μεταβίβασε στο εναγόμενο με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, εμπορεύματα και παρείχε υπηρεσίες σε αυτό, συνολικού ύψους 26.594,81 ευρώ, εκδοθέντων των σχετικών τιμολογίων, όπως αυτά επισυνάπτονται στην υπό κρίση αγωγή. Ότι το εναγόμενο, πάρα τις επανειλημμένες οχλήσεις της και την κοινοποίηση εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης, αρνείται να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό. Με το ιστορικό αυτό ζητά : 1) Να γίνει δεκτή η αγωγή της, 2) Να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, το συνολικό ποσό των 26.594,81 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη που έκαστο των επίδικων τιμολογίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, επικουρικά δε από 23-04-2015, επομένη της παρέλευσης απράκτου της προθεσμίας, που τέθηκε με το από 23-03-2015 εξώδικο της, άλλως και όλως επικουρικώς, από την επίδοση της παρούσας έως την πλήρη εξόφληση, 4) Να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και 5) Να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, όπως εδράζεται κατά την κύρια βάση της σε σύμβαση πώλησης, κατά δε την επικουρική σε αδικαιολόγητο πλουτισμό και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμ. ΥΥΥΥΥΥΥΥ ΥΥΥΥΥΥΥΥ ηλεκτρονικό παράβολο αγωγοσήμου), συζητείται νομότυπα και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (14 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη, καθώς φέρει τα απαιτούμενα στοιχεία προς δικαστική της εκτίμηση, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα της παρούσης, απορριπτομένης, της υποβληθείσας υπό του εναγομένου ένστασης αοριστίας, καθώς προσδιορίζεται το είδος της μεταξύ τους σύμβασης, η οφειλή του εναγόμενου εκ των πωληθέντων εμπορευμάτων και παροχής υπηρεσιών, κατά ποσό, είδος και τιμή μονάδος, βάσει των επισυναπτόμενων τιμολογίων. Επιπλέον, είναι νόμιμη και εδράζεται στις διατάξεις των άρθρων 287, 288, 341, 345, 346, 514 επ., 9004 επ. ΑΚ και 907 και 908 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το παρεπόμενο αίτημα της κρινόμενης αγωγής για την κήρυξη της παρούσας απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 907, 908, παρ.1 ΚΠολΔ, διότι η διάταξη του άρθρου 8 Ν.2097/1952, που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, καθώς και η διάταξη του άρθρου 909 παρ. 1 Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, θεωρούνται καταργημένες, ως ευρισκομένες σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (βλ. ΟλΑΠ 17/2002, ΠΠρΑθ 3885/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Το εναγόμενο, με τις παραδεκτά υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις του, αρνήθηκε την αγωγή και ζήτησε την απόρριψή της, ως νόμω και ουσία αβάσιμης, ισχυριζόμενο, πως οι επίδικες συμβάσεις είναι άκυρες, λόγω μη τήρησης της απαιτούμενης προδικασίας, ενώ επικουρικώς προέβαλε ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, κατ’άρθρο 374 ΑΚ, λόγω μη προσκόμισης εκ μέρους της ενάγουσας των προβλεπόμενων δικαιολογητικών προς πληρωμή, η οποία θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι η μη προσκόμιση των δικαιολογητικών, δεν συνιστά μη εκπλήρωση ή μη προσφορά της αντιπαροχής της ενάγουσας, παρά μόνο εκπλήρωση ή μη προσφορά της αντιπαροχής της ενάγουσας, παρά μόνο διαδικαστική προϋπόθεση πληρωμής της, όπως καθορίζεται από ειδικότερες διατάξεις λειτουργίας και οικονομικής οργάνωσης του εναγομένου, χωρίς να αποτελούν μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας, όπως οριοθετούνται εκ των επίδικων συμβάσεων.
Από τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της υπ’αριθμ. ΥΥΥΥ/16-11-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧ, όπως προσκομίζεται από την ενάγουσα και λήφθηκε νομότυπα, κατόπιν επ’ ακροατηρίω γνωστοποίησης προς το εναγόμενο, λαμβανομένων υπόψη και διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία δραστηριοποιείται στο κλάδο της παραγωγής και εισαγωγής εκτυπωτικών και φωτοτυπικών μηχανημάτων. Το εναγόμενο εκπαιδευτικό ίδρυμα συμφώνησε με την ενάγουσα, την πώληση ανταλλακτικών και αναλώσιμων (μελάνι – toner), αλλά και την παροχή υπηρεσιών της συντήρησης και επιδιόρθωσης φωτοαντιγραφικών και εκτυπωτικών μηχανημάτων, που διάθετε στους χώρους του. Κατά τον τρόπο αυτό, κατά τα έτη 2010-2014 η ενάγουσα προμήθευσε με εμπορεύματα και παρείχε υπηρεσίες στον εναγόμενο, για τα οποία εξέδωσε και τα αντίστοιχα τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής και τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και συγκεκριμένα : 1) ΤΡΥ…… 2)…..3)……4)……5)…..6)…..7)……8)…..9)……10)……..11)……..12)…….13)…….14)…….15)…..17)……18)……19)…..20)……21)……22)…..23)……24)……25)…….26)…….27)……28)……29)…30)…..31)…….ευρώ. Το εναγόμενο ισχυρίζεται, πως οι συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων, θα έπρεπε να υποβληθούν τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και ελλέιψει αυτού πάσχουν ακυρότητας. Η ενάγουσα δεν προσκομίζει συμβάσεις πώλησης – παροχής υπηρεσιών ή άλλο έγγραφο, εκ των οποίων να συνάγεται πρόταση αυτής προς κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων, ενώ τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την από 16-05-2012 έγγραφη πρόταση σύμβασης της ενάγουσας ( υπ’ αριθμ. 8α και 8β σχετικά της ενάγουσας), καθώς αυτή αφορά συγκεκριμένη υπηρεσία και όχι το σύνολο της συνεργασίας των διαδίκων, όπως αποτυπώνεται στα επίδικα τιμολόγια, ήτοι δεν περιέχει πλήρη τα στοιχεία της προς κατάρτιση δικαιοπραξίας και ειδικότερα το είδος, τον αριθμό και την αξία των προς πώληση υλικών και των παρεχόμενων υπηρεσιών, ώστε με την αποδοχή της πρότασης από την ενάγουσα πωλήτρια να επέρχετο και κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων στο σύνολο του. Προς τούτο, κατ’εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, κρίνεται ότι οι παραγγελίες προϊότων και υπηρεσιών γίνονταν, κατόπιν τήρησης προφορικής διαδικασίας, η οποία, όμως δεν πληροί την προϋπόθεση της έγγραφης πρότασης σύναψης της σύμβασης. Ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό του εναγομένου , ως δημόσιου φορέα, συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, για αυτό και η έλλειψη του καθιστά, κατά τα άρθρα 158 και 169 παρ.1 ΑΚ, άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη. Οι συμβάσεις αυτές, παρά την ακυρότητα τους, υλοποιήθηκαν, με παράδοση των εμπορευμάτων και εκτέλεση των υπηρεσιών, κατά τον προσήκοντα τρόπο και κατά τις συμφωνηθείσες ποσότητες και αντίτιμο, πλην όμως, κατ’ άρθρο 185 ΑΚ, για όσες συμβάσεις δεν υπήρξε έγγραφη πρόταση από την πλευρά του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., επέρχεται ακυρότητα, το δε γεγονός ότι οι τελευταίες έχουν εκπληρωθεί, δεν οδηγεί σε ίαση της ακυρότητας, που προκαλείται από την έλλειψη του έγγραφου τύπου, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, η ακυρότητα της σύμβασης αίρεται, μόνο όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση. Το εναγόμενο αρνείται την προσήκουσα και πραγματική παράδοση και παραλαβή των εμπορευμάτων αλλά και αποδοχή των παρασχεθέντων υπηρεσιών, πλην όμως από τα από 03-07-2015 και 06-07-2015 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου(e-mail), τα οποία αντάλλαξαν οι διάδικοι, αποδεικνύεται πως το εναγόμενο είχε λάβει γνώση των απαιτήσεων της ενάγουσας και των σχετικών τιμολογίων, ενόσω μάλιστα του είχε ήδη επιδοθεί η από 23-03-2015 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση της ενάγουσας(όπως αποδεικνύεται εκ της υπ’ αριθμ. ΧΧ/ΧΧ-ΧΧΧΧ έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ), δια της οποίας του ζητούσε την άμεση καταβολή του ποσού των 26.594,81 ευρώ, και παρόλα αυτά δεν αρνήθηκε ως εικονικά ή μη ανταποκρινόμενα στη πραγματική αξία των εμπορευμάτων- υπηρεσιών, που του παρασχέθηκαν, τα επίδικα τιμολόγια, ούτε αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της ενάγουσας περί οφειλής του. Η αγωγή λοιπόν κρίνεται βάσιμη, ως προς τα τιμολόγια η αξία των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ, που αποτελούν και την πλειοψηφία των καταρτισθέντων συμβάσεων και δεν απαιτείτο έγγραφος τύπος και κρίνεται μη νόμιμη, λόγω ακυρότητας της σύμβασης, και θα πρέπει να εξετασθεί κατά την επικουρική βάση, του αδικαιολόγητου πλουτισμού( άρθρ. 904 επ. ΑΚ), κατά το υπ’ αριθμ. Χ-ΧΧΧΧΧ/ΧΧ-ΧΧ-ΧΧΧΧ τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών εκ ποσού 3.254,91 ευρώ, το υπ’ αριθμ Χ-ΧΧΧΧΧ/ΧΧ-ΧΧ-ΧΧΧΧ τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών εκ ποσού 5.105,69 ευρώ, το υπ’ αριθμ. Χ-ΧΧΧΧΧ/ΧΧ-ΧΧ-ΧΧΧΧ τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών εκ ποσού 2.965,28 ευρώ και το υπ’ αριθμ. Χ-ΧΧΧΧΧ/ΧΧ-ΧΧ-ΧΧΧΧ τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών εκ ποσού 6.275,76 ευρώ. Σε συνέχεια των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός του εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ, καθώς, όπως εκτέθηκε ανωτέρων, παρέλαβε ανεπιφύλακτα και έκανε χρήση των εμπορευμάτων και υπηρεσιών, χωρίς να καταβάλει το αντίστοιχο οικονομικό αντάλλαγμα για την απόκτηση τους, εξοικονομώντας την αντίστοιχη της αξία δαπάνη, εις βάρος της περιουσίας της ενάγουσας και κατά τον τρόπο αυτό κατέστη πλουσιότερο, χωρίς νόμιμη αιτία.
Συνέπεια αυτών, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, τόσο κατά την κύρια, όσο και επικουρική βάση της, υπό τις ανωτέρω διακρίσεις και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 26.594,81 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 496/1974 “Περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου”(ΦΕΚ Ά 204), κατά το οποίο “Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου, άρχεται δε από της επιδόσεως της αγωγής”(ΑΕΔ 25/2012, ΟλΣτΕ 2114/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου του αιτήματος της ενάγουσας περί τόκου υπερημερίας, που ισχύει για τις ιδιωτικού δικαίου διαφορές μεταξύ ιδιωτών από την επομένη, που έκαστο των επίδικων τιμολογίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από 23-04-2015, ήτοι την επομένη της παρέλευσης απράκτου της τριήμερης προθεσμία εργάσιμων ημερών, που τέθηκε με το από 23-03-2015 εξώδικο της στο εναγόμενο προς πληρωμή. Επίσης, θα πρέπει να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 8.000 ευρώ, καθώς η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει στην ενάγουσα σημαντική ζημιά (άρθρα 907 και 908 παρ.1 ΚΠολΔ), διότι αφορά απαίτηση από πώληση εμπορευμάτων και το εναγόμενο δεν επέδειξε διάθεση καταβολής. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 3693/1957 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων”, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ.12 του Ν.1738/1987 και την παρ.2 της υπ’ αριθ. 134423, από 08-12-1992/20-01-1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 11/20-01-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987, στις δίκες με το Δημόσιο, η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου, που αποδίδεται από τον νικήσαντα διάδικο, δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη από 100.000 δρχ και ήδη, με στρογγυλοποίηση, από 300 ευρώ (ΑΠ 656/2015, ΕφΛαρ 305/2015,Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), προς τούτο δε, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, θα πρέπει να επιβληθούν μειωμένα, σε βάρος του εναγομένου, λόγω της ήττας του, το οποίο σημειωτέον πραστάθηκε δια αντιπροσώπου του ΝΣΚ, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο δατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και οδγόντα ένα λεπτών ( 26.594,81 ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, έως την εξόφληση.
ΚΥΡΗΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των οκτώ χιλιάδων ( 8.000 ) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εναγόμενο στην δικαστική δαπάνη της ενάγουσας εκ ποσού τριακοσίων ( 300 ) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό τους στην Αθήνα στις 02-02-2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρου τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Leave a Reply