157/2022 ΕιρΚαλαμάτας

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ (Διαδικασία ν.3869/2010)

Αριθμός Απόφασης

157/2022

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

          Συγκροτούμενο από τον Δικαστή Μιχαήλ Σάββα, Δόκιμο Ειρηνοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών που διευθύνει το Πρωτοδικείο Καλαμάτας, και τη Γραμματέα Μαρία – Ελένη Κουζίνη.

          Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 08.12.2021 για να δικάσει την υπόθεση:

          Του αιτούντος: Του …………………, κατοίκου ……………., οδός ……………….., αρ………….., ……….., με Α.Φ.Μ. ….., ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Θεοδωρόπουλου Χρήστου και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.

          Των καθ’ ων η αίτηση: 1) Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «Tράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank» που εδρεύει στην Αθήνα (Όθωνος αριθμ.8) με ΑΦΜ …… ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών (Γ.Ε.Μ.Η., με αριθμό …..), νόμιμα εκπροσωπούμενης ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias A.E.» (ΑΦΜ ….), πρώην με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε.» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν.2515/1997 και άρθρα 57 παρ.3 και 59 – 74 του ν.4601/2019 – Ανακοινώσεις για καταχώριση στο Γ.Ε.Μ.Η. υπ’ αριθμ. 31907 και 31909/20.3.2020)», ως και μη δικαιούχος διάδικος – κατ’ άρθρο 225 ΚΠολ.Δικ.- των απαιτήσεων που απορρέεουν από τις υπ’ αριθμ. …………. και ………… συμβάσεις στεγαστικών δανείων, η οποία προκατέθεσε προτάσεις για του πληρεξουσίου δικηγόρου της …….. και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, 2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑLPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον δ.τ. «ALPHA BANK», με έδρα την Αθήνα, οδός Σταδίου, αριθ.40, με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η ……. και ΑΦΜ ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΑLPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η …….. και ΑΦΜ ……….., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας (Διασπώμενης) με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα (Επωφελούμενη), εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθμ. πρωτ. 45089/16-04-2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. 45116/16-4-2021 και 45123/16-4-2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα, η οποία προκατέθεσε προτάσεις δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της ………… και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 3) Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- E.Φ.Κ.Α.)» [όπως μετονομάσθηκε από την 1-3-2020 ο «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» {άρθρο 51Α Ν.4387/2016 (Α’ 85)}, καθολικός διάδοχος του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. {άρθρα 51, 53, 70 παρ.1, 9 Ν. 4387/2016 (Α’ 85)} 1 (Α.Φ.Μ. 997072577, Δ.Ο.Υ. Αθηνών), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής, αριθμ.12, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από το Διοικητή του, το οποίο προκατέθεσε προτάσεις δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του ………….. και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

          Κοινοποιούμενη προς: 1) ……………….., κατοίκου ……….., οδός …………..,αρ……… και 2) ………………, κατοίκου ………………., οδός …………., αρ………….., οι οποίοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης αυτής ήταν απόντες και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

          Ο αιτών με τη με αριθμό κατάθεσης 88/18-5-2018 αίτησή του και για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν ζητεί να γίνει δεκτή. Δικάσιμος για τη συζήτησή της ορίσθηκε η δικάσιμος που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

          Κατά την ανωτέρω ορισθείσα δικάσιμο, η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά του σχετικού ειδικού πινακίου και συζητήθηκε, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους δια των κατατεθεισών εγγράφων προτάσεών τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ  ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Εισάγεται προς συζήτηση η από 14-5-2018 και με αρ.κατ.88/18-5-2018 αίτηση ρύθμισης οφειλών, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 08η.12.2022. Στη συνέχεια ο αιτών υπέβαλε τη με κωδ.118375/22-2-2021 αίτηση επαναπροσδιορισμού στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, η οποία διαβιβάστηκε ηλεκτρονικά στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου και συντάχθηκε η υπ’ αριθμ.113/2021 πράξη κατάθεσης που αναρτήθηκε την 19-3-2021 στην ηλεκτρονική πλατφόρμα. Δυνάμει της υπ’ αριθμ.1722/2021 Πράξης της Διευθύνουσας το Ειρηνοδικείο Καλαμάτας ορίσθηκε δικάσιμος της υπόθεσης, αυτή που αναφέρεται στην αρχή.

          Από τις υπ’ αριθμ.5342Β/25.05.2018, 5339Β/25.05.2018, 5350Β/25.05.2018 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, Άννας Ν. Παχάκη, την υπ’ αριθ.10932Δ/29.05.2018 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Ιωάννη Ν. Αγγελόπουλου και την υπ’ αριθ.2.456/01.06.2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφερείας του Εφετείου Καλαμάτας Ανθής Ι. Τσίκινη, που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησής του με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους καθ’ ων πιστωτές και στους συνοφειλέτες. Περαιτέρω, καθώς η πρώτη και η δεύτερη των καθ’ ων είναι θεσμικοί πιστωτές η ηλεκτρονική αίτηση επαναπροσδιορισμού τους κοινοποιήθηκε μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που είχαν δηλώσει, στις 22-02-2021, όπως αποδεικνύεται από την από 19-03-2021 Βεβαίωση κοινοποίησης του περιεχομένου της αίτησης που εξέδωσε η ΕΓΔΙΧ (άρθρ.4ΣΤ παρ.1 Ν. 4745/2020). Περαιτέρω, με την 11.224Β/30.03.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Άννας Ν. Παχάκη, η ηλεκτρονική αίτηση επαναπροσδιορισμού κοινοποιήθηκε στον τρίτο των καθ’ ων. Τέλος, με την υπ’ αριθ.4577Ε’/30.02.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Ιωάννη Ν. Αγγελόπουλου και την υπ’ αριθ.3.863/24.03.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Καλαμάτας Ανθής Ι. Τσίκινη, η ηλεκτρονική αίτηση επαναπροσδιορισμού κοινοποιήθηκε και στους συνοφειλέτες. Τούτων δοθέντων, αφού οι ανωτέρω συνοφειλέτες δεν προέβησαν σε προκατάθεση προτάσεων θα πρέπει να δικασθούν ερήμην και η συζήτηση της ανωτέρω υπόθεσης να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (βλ.άρθρ.754 ΚΠολΔ).

1. Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ.5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει την μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του κράτους, εξ ου και η ανάθεση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως αποτελεί εγγύηση των υπόχρεων σε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, καθώς η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου των Ο.Κ.Α., δηλαδή για τη βιωσιμότητα τους χάριν και των επόμενων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων. Λόγω δε αυτής της ύψιστης σημασίας των ασφαλιστικών εισφορών, ως θεσμική εγγύηση και θεμέλιος λίθος χρηματοδότησης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, για την είσπραξη τους έχουν θεσπιστεί ειδικές διαδικασίες διοικητικού χαρακτήρα (βλ. ΚΕΔΕ, σύντομες προθεσμίες ενώπιον Διοικητικών Δικαστηρίων κ.λ.π.). Η είσπραξη των εισφορών, όπως έχουν νομοθετικά θεσπιστεί – και από της θεσπίσεως τους – παράγουν κοινωνικό δικαίωμα ασφαλιστικών παροχών και λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν την «εισφοροδοτική αμνηστρία» των πολιτών εκείνων που δεν καταβάλουν τις εισφορές τους, καθώς αυτή αντίκειται ευθέως στην ισότιμη μεταχείριση των συνεπών ασφαλισμένων, ενώ η συνεπαγόμενη «χρεωκοπία των Ασφαλιστικών Ταμείων» θίγει τον Συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον ασφαλισμένο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια. Θέσπιση μέτρων, που υπερβαίνουν τα ως άνω συνταγματικά όρια αντίκειται προφανώς στις Συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αποτελεί κρατική παρέμβαση που εκφεύγει της συνταγματικής εξουσιοδότησης του άρθρου 106 παρ.1. Ενώ αντιθέτως όπου, κατά παρέκκλιση και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, εισήγαγε ο νομοθέτης εξαίρεση από τις ως άνω αρχές (βλ. τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 44 του ν.2556/97 «μέτρα κατά της εισφοροδιαφυγής, διασφάλιση εσόδων Ι.Κ.Α. κλπ)», ειδικά για τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, κυρίας και επικουρικής, όρισε ότι η συμφωνία επιχείρησης με τους πιστωτές της ισχύει μόνο  στην περίπτωση κατά την οποία έχει εξασφαλιστεί η κάλυψη των οφειλόμενων εισφορών προς αυτούς. Δηλαδή προϋποθέτει εξασφάλιση της οικονομικής καλύψεως των οφειλόμενων προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης εισφορών, ώστε να μην επιδεινωθεί η ήδη δυσχερή οικονομική κατάσταση των οργανισμών αυτών, πράγμα που σε τελική ανάλυση επιβαρύνει την εθνική οικονομία, κλονίζει τη βιωσιμότητα των οργανισμών αυτών και καθιστά αδύνατη την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους τους (Ολ.Α.Π. 1/2000 ΕλλΔνη 41 σελ.31). Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων  στην Ελλάδα εκδηλώνεται στο άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει σχετικά ότι «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται μια θεσμική εγγύηση, που οριοθετεί τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη. Η εγγύηση αυτή διασφαλίζει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης παρεμποδίζοντας την αλλοίωση του οργανωτικού πυρήνα του, χωρίς όμως να αποκλείεται η αναδιάρθρωσή του, η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων απονομής ασφαλιστικών παροχών, το ύψος ή η έκτασή τους. Συνεπώς, ο κοινός νομοθέτης οφείλει να παραμείνει σύμφωνος με τις βασικές αρχές, οι οποίες είναι σύμφυτες με την οργάνωση της κοινωνικής ασφάλισης και προσδίδουν τη διαχρονική ταυτότητα του θεσμού αυτού. Η πολιτειακή εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, που στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές βάσεις, και υποχρεώνει το νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικές ρυθμίσεις με γνώμονα την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της ίδιας της κοινωνικής ασφάλισης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και συνεπώς δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην αντιμετωπίζει κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνική ή δημόσιου συμφέροντος. Τη συνδρομή τέτοιου συμφέροντος ελέγχουν τα δικαστήρια ενόψει της κατά το άρθρο 93 παρ.4 εξουσίας τους να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Συνεπώς, η αρχή της ισότητος επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να δρα μέσα στα όρια της, τα οποία αποκλείουν τόσο την άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου με αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν.3869/2010 όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με του άρθρου 2 του Ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015), και καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015), τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά από την υπογραφή από τα συμβαλλόμενα μέρη της Συμβατικής Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Β’ του άρθρου 4 του Ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015), προβλέπει ότι πλέον: «Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου εμπίπτει το σύνολο των οφειλών των προσώπων της παραγράφου 1 προς τους ιδιώτες. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου περιλαμβάνονται επίσης: α) οι βεβαιωμένες οφειλές στην Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον Τελωνειακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, β) οι βεβαιωμένες οφειλές προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α’ και β’ βαθμού και τα νομικά πρόσωπα αυτών, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, συμπεριλαμβανομένων των οφειλών που προκύπτουν από εισφορά σε χρήμα ή την μετατροπή εισφοράς γης σε χρήμα των προς ένταξη ή και των ήδη ενταγμένων ιδιοκτησιών, σύμφωνα με το ν.1337/1983 από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και γ) ασφαλιστικές οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Τα αναφερόμενα στα στοιχεία α’, β’ και γ’ πρόσωπα, δεν επιτρέπεται να συνιστούν το σύνολο των πιστωτών του αιτούντος και οι οφειλές του προς αυτά υποβάλλονται σε ρύθμιση κατά τον παρόντα νόμο μαζί με οφειλές του προς τους ιδιώτες πιστωτές». Εν προκειμένω, με την επίμαχη νομοθετική ρύθμιση, ο νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα σε μία κατηγορία ασφαλισμένων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και ειδικότερα σε εκείνους των οποίων οι οφειλές έναντι των εν λόγω οργανισμών (από ασφαλιστικές εισφορές) συντρέχουν με οφειλές προς ιδιώτες πιστωτές να ζητήσουν και πιθανώς να επιτύχουν ακόμα και την πλήρη διαγραφή των οφειλομένων ασφαλιστικών τους εισφορών. Ωστόσο, οι ασφαλισμένοι είναι υποχρεωμένοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής τους σχέσεως να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές και τούτο προκειμένου να θεμελιώσουν, σε συνδυασμό και με άλλες προϋποθέσεις (όπως η συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας) συνταξιοδοτικά και άλλα δικαιώματα. Η τυχόν διαγραφή οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, θα οδηγούσε και σε αντίστοιχη απώλεια του απαιτούμενου για τη θεμελίωση των ανωτέρω δικαιωμάτων, ασφαλιστικού χρόνου (ΕιρΑθ 464/2017, αδημ.). Εξάλλου, με το σοβαρό πλήγμα που προκάλεσε η μείωση κατά 53% (ύψους 18,7 δις ευρώ) της ονομαστικής αξίας των ομολόγων στα οποία είχαν επενδύσει τα ασφαλιστικά ταμεία, η οποία και ολοκληρώθηκε με τη δεύτερη φάση του PSI με περαιτέρω μείωση, η οποία ανήλθε στο ποσό των 1,2 δις ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ.13.6.8.12/Β/1168 έγγραφο Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής Διεύθυνση Πιστ. Και Δημ/κων Υποθέσεων Υπουργείου Οικονομικών στο οποίο επισυνάπτεται το υπ’ αριθμ. πρωτοκ. 222/2.8.2012 έγγραφο της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού και οργάνωσης της Τράπεζας της Ελλάδος) τα αποθεματικά των Ο.Κ.Α. έχουν περιορισθεί σημαντικά, ενώ στη μείωση των εσόδων και την αύξηση των ελλειμμάτων τους που σημειώθηκε κατά τα τελευταία έτη λόγω της αύξησης των δεικτών εργασίας, της αδήλωτης εργασίας κ.τ.λ. έρχεται να προστεθεί η ως άνω διάταξη του άρ.1 παρ.2 εδ.β’ περ. γ’ Ν.3869/2010, η εφαρμογή της οποίας σημαίνει ότι θα επέλθουν νέα σημαντικά ελλείματα που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω συρρίκνωση των αποθεματικών τους. Επομένως, με την ένταξη των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης στο άρ.1 παρ.2 εδ. β’ Ν.3869/2010 παραβιάζεται ευθέως η πολιτειακή εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρ.22 παρ.5 Συντάγματος και αφορά το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών και υποχρεώνει το νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικές ρυθμίσεις, με γνώμονα πάντα την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της ίδιας της κοινωνικής ασφάλισης. Για όλους τους ως άνω λόγους, η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη, επειδή κρίνεται αντισυνταγματική από το παρόν Δικαστήριο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται έτσι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, την οποία θεσπίζουν τα άρ.1, 26, 73 επ. και 87 επ. Σ (ΟλΑΠ 3/2013, 46/2005, 9/2004, Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι όσον αφορά τα χρέη προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης προηγήθηκε της μεταρρύθμισης του Ν.3869/2010 με το Ν.4336/2015 ειδικός νόμος γενναίας περικοπής (άρ.10 Ν.4374/2016), με τον οποίο δόθηκε η δυνατότητα στα αναφερόμενα σε αυτόν πρόσωπα να προβούν σε ρυθμίσεις για την ελάφρυνση του χρέους τους προς τους φορείς αυτούς (ΕιρΑθ 774/Φ7129/2016, ΕιρΑθ 1588/Φ4348/2016, αδημ.).

          ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.3869/2010, την αίτηση του άρθρου 4 παρ.1 του ν.3869/2010 για ρύθμιση των οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους. Πτωχευτική ικανότητα, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του ΠτΚ, έχουν οι έμποροι, καθώς και οι ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Συνήθως, στη ρύθμιση του ν.3869/2010 υπάγονται α) τα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και β) τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία ήταν έμποροι αλλά απέβαλαν την εμπορική ιδιότητα, αρκεί μέχρι την απώλεια της εμπορικής τους ιδιότητας να μην είχαν παύσει τις πληρωμές τους. Σχετικά με τη δεύτερη κατηγορία, δεν εξαιρείται της διαδικασίας του ν.3869/2010 ο οφειλέτης, αν έχασε την εμπορική ιδιότητα και μετά περιήλθε σε αδυναμία πληρωμών. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μεταγενέστερη αδυναμία πληρωμών, δηλαδή έχει απωλεσθεί η εμπορική ιδιότητα και η αδυναμία πληρωμών επέρχεται εκτός του ρυθμιστικού πλαισίου του Πτωχευτικού Κώδικα και συνεπώς εντός του ν.3869/2010. Χωρίς να έχει πλέον την εμπορική ιδιότητα, ο οφειλέτης που υποπίπτει σε αδυναμία πληρωμών μπορεί να υπαχθεί στον ν.3869/2010. Επομένως, καθίσταται σαφές ότι ένας οφειλέτης που είχε την εμπορική ιδιότητα για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά δεν την έχει κατά την κατάθεση της αίτησης στο ειρηνοδικείο, δεν κωλύεται να ακολουθήσει τη διαδικασία του ν.3869/2010 μόνο αν έπαυσε τις πληρωμές μετά την παύση της εμπορικής δραστηριότητας καθώς δεν έχει πλέον πτωχευτική ικανότητα. Αντιθέτως, έχει υποχρέωση να ακολουθήσει τη διαδικασία του ν.3869/2010 σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμών, αν λάβει αυτή χώρα μετά την απώλεια της εμπορικής ιδιότητας, καθώς για αυτόν αποκλείεται η διαδικασία του Πτωχευτικού Κώδικα. Αφετηρία αξιολόγησης είναι το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης. Μόνη προϋπόθεση είναι ότι πριν παύσει η εμπορική του ιδιότητα, δεν είχε επέλθει σε αδυναμία πληρωμών. Κατά τα ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ένας οφειλέτης πρώην έμπορος υπάγεται στο ν.3869/2010, ακόμα και αν μετά την παύση της εμπορικής του ιδιότητας εξακολουθεί να οφείλει εμπορικά χρέη, που είχαν γεννηθεί όσο είχε την εμπορική ιδιότητα. Προϋποτίθεται ότι μέχρι την παύση της εμπορικής δραστηριότητας και μέχρι την απώλεια της εμπορικής του ιδιότητας για κάποιο χρονικό διάστημα μετά, δεν είχε τεθεί σε παύση πληρωμών και εξυπηρετούσε τα χρέη του [Ιάκωβου Βενιέρη – Θεόδωρου Κατσά, ό.π., σελ.130επ., με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία και θεωρία].

Ο αιτών, με την κρινόμενη αίτησή του, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους πιστωτές του, ζητάει, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει, και αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική, εισοδηματική και περιουσιακή του κατάσταση, την ρύθμιση των οφειλών του, σε συνδυασμό με την διάσωση από την εκποίηση του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία του και την απαλλαγή του από τα χρέη. Με το παραπάνω περιεχόμενο, η αίτηση αρμόδια κατ’ άρθρο 3 ν.3869/2010 φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως αυτού στην περιφέρεια αρμοδιότητος του οποίου βρίσκεται η κατοικία του αιτούντος, κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας (άρθρ.741 επ. ΚΠολΔ), αφού δεν επετεύχθη Προδικαστικός Συμβιβασμός. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των χρεών του σε έτερο Ειρηνοδικείο της Χώρας, ούτε ότι έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές του και η αίτηση εισάγεται προς συζήτηση, ενόψει του ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από τους καθ’ ων. Γίνεται μνεία ότι προσκομίζεται η προβλεπόμενη από το ν.3869/2010 Υπεύθυνη Δήλωση του αιτούντος, που υποβλήθηκε στον φάκελο που τηρείται στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτήν περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτούντος στις ρυθμίσεις του ανωτέρω Νόμου, πλην της αναφερόμενης οφειλής προς το 3ο των καθ’ ων, λόγω αντίθεσης του άρθρ.1 παρ.2 ν.3869/2010, ως ισχύει, στις διατάξεις των άρθρ.4 παρ.1 και 22 παρ.5, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη 1 της παρούσας και αρκούντως ορισμένη, απορριπτόμενης της σχετικής ένστασης αοριστίας, καθότι περιέχει όλα τα προβλεπόμενα εκ του νόμου στοιχεία (άρθρα 1 παρ.1 και 4 παρ.1 και 4Η του ν.3869/2010), ήτοι ότι ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο στερούμενο πτωχευτικής ικανότητος, ότι κατέβαλε προσπάθεια προδικαστικού συμβιβασμού ο οποίος απέτυχε, ότι βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, την οικογενειακή και περιουσιακή κατάστασή του και τα πάσης φύσεως εισοδήματά του και την προέλευσή τους, τους πιστωτές του και την κατάσταση των απαιτήσεων αυτών, με αναφορά της εννόμου σχέσεως από την απορρέουν, το ποσό τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, οι οποίες απαιτήσεις αφορούν δάνεια/οφειλές που ανελήφθησαν σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως, σχέδιο διευθετήσεως των οφειλών τους, το συνολικό ύψος των βιοτικών αναγκών του και ορισμένο αίτημα για ρύθμιση των χρεών του με σκοπό την απαλλαγή του από αυτά, την εξαίρεση από την εκποίηση της κυρίας κατοικίας του (βλ. σχετ. για το ορισμένο της αίτησης Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, δεύτερη έκδοση (2012), σελ.90 – 93, αριθ. 2-6, Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Αρμεν.64, σελ.1477 και Δ. Μακρής: «Κατ’ άρθρο ερμηνεία του ν.3869/2010», έκδοση 2010, σελ.78). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Επιπροσθέτως, με τις εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις η πρώτη των καθ’ ων αρνήθηκε την υπό κρίση αίτηση ως απαράδεκτη, νόμω και ουσία αβάσιμη και προέβαλε α) την ένσταση απαραδέκτου λόγω εμπορικής ιδιότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, ο οποίος ισχυρισμός συνιστά στην ουσία άρνηση της αίτησης και θα κριθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, β) την ένσταση δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, διότι ανέλαβε δανειακές υποχρεώσεις, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει, η οποία είναι παραδεκτή και νόμιμη, θεμελιωμένη στο άρθρο 1 του ν.3869/2010 και θα εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, γ) την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (281 ΑΚ). Η περί καταχρηστικότητας της αίτησης ένσταση της πρώτης των καθ’ ων την οποία στηρίζει στο ότι η επιδιωκόμενη από τον αιτούντα διαγραφή των χρεών της με την ένταξή του στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 εξακοντίζει τον σκοπό του νόμου και υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, απορρίπτεται ως μη νόμιμη και τούτου διότι στην παρούσα διαδικασία ρύθμισης των οφειλών (ν.3869/2010), επίδικο δεν είναι ουσιαστικό δικαίωμα, αλλά δικαίωμα περιεχόμενο από το νόμο, που δεν υπερβαίνει τα αξιολογικά όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ. Έναντι δε της ασκήσεως νομίμου δικονομικού δικαιώματος δεν δύναται να αντιταχθεί η διάταξη του 281 ΑΚ (βλ.ΟλΑΠ 5/2011 ΝοΒ 2011.1867, ΟλΑπ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382). Η επιδίωξη του αιτούντα να ενταχθεί στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 αποτελεί δικαίωμα που του παρέχεται από το νόμο, προκειμένου να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, επανένταξη στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης του ν.3869/2010 προς αντιμετώπιση του φαινομένου της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, που πλήττει τα τελευταία χρόνια τη χώρα προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι καταχρηστική. Συνάμα, την περί καταχρηστικότητας της ένδικης αίτησης ένσταση, η πρώτη των καθ’ ων την στηρίζει και στο ότι η λήψη του δανείου από τον αιτούντα  και η ανάληψη ευθύνης αποπληρωμής της οφειλής αυτής, υπερέβη προφανώς τα όρια της καλής πίστης και ότι η πρόταση για καταβολές στο σχέδιο διευθέτησης, δεν έγινε με βάση τους κανόνες της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος και συνεπώς αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι η αίτηση αποτελεί επί της ουσίας αίτηση διαγραφής των χρεών και όχι αίτηση ρύθμισης αυτών, όμως η ένσταση υπό τα εκτιθέμενα αυτά περιστατικά στερείται νομικής βασιμότητας. Και αυτό γιατί, το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του οφειλέτη, χωρίς κάποιο περιορισμό, αρκεί να είναι επαρκώς προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί να προκαλέσει τη συναίνεση των πιστωτών και τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Απαιτείται βέβαια από τη διάταξη του άρθρ.4 παρ.1 ν.3869/2010, ο οφειλέτης κατά την σύνταξη του σχεδίου να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα των πιστωτών και την περιουσιακή και προσωπική του κατάσταση. Όμως δεν προβλέπεται δικαστικός έλεγχος του σχεδίου, ούτε απαράδεκτο του δικογράφου, εναπόκειται δε στους πιστωτές να αποδεχθούν ή απορρίψουν το σχέδιο, οπότε ακολουθεί η ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, το οποίο ερευνά αυτεπάγγελτα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, καθώς και την δυνατότητα εξόφλησης των χρεών του, με βάσει και τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες και καθορίζει το καταβλητέο μηνιαίο ποσό, χωρίς να δεσμεύεται από την πρόταση του οφειλέτη. Ενόψει των προλεχθέντων, η πρόταση του αιτούντος για μικρές μηνιαίες καταβολές δεν καθιστά την αίτηση ένταξής τους στις ρυθμίσεις του νόμου καταχρηστική και δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψή της.

Ακολούθως, με τις εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις η δεύτερη των καθ’ ων αρνήθηκε την υπό κρίση αίτηση ως απαράδεκτη, νόμω και ουσία αβάσιμη και προέβαλε α) την ένσταση απαραδέκτου λόγω εμπορικής ιδιότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, ο οποίος ισχυρισμός συνιστά στην ουσία άρνηση της αίτησης και θα κριθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, β) την έλλειψη της προϋπόθεσης της μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών εκ μέρους του οφειλέτη, ο οποίος ισχυρισμός συνιστά ουσιαστικά άρνηση της αίτησης και θα κριθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, γ) την ένσταση αοριστίας ως προς την περιέλευση σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, η οποία απορρίφθηκε όπως αναφέρεται ανωτέρω, δ) την ένσταση δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, διότι ανέλαβε δανειακές υποχρεώσεις, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει, η οποία είναι παραδεκτή και νόμιμη, θεμελιωμένη στο άρθρο 1 του ν.3869/2010 και θα εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ε) την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ). Η περί καταχρηστικότητας της αίτησης ένσταση της δεύτερης των καθ’ ων την οποία στηρίζει στο ότι η επιδιωκόμενη από τον αιτούντα διαγραφή των χρεών της με την ένταξή του στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 εξακοντίζει τον σκοπό του νόμου και υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, απορρίπτεται ως μη νόμιμη και τούτο διότι στην παρούσα διαδικασία ρύθμισης των οφειλών (ν.3869/2010), επίδικο δεν είναι ουσιαστικό δικαίωμα, αλλά δικαίωμα παρεχόμενο από το νόμο, που δεν υπερβαίνει τα αξιολογικά όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ. Έναντι δε ασκήσεως νομίμου δικονομικού δικαιώματος δεν δύναται να αντιταχθεί η διάταξη του 281 ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 5/2011 ΝοΒ 2011.1867, ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382). Η επιδίωξη του αιτούντα να ενταχθεί στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 αποτελεί δικαίωμα που του παρέχεται από το νόμο, προκειμένου να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, επανένταξη στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης του ν.3869/2010 προς αντιμετώπιση του φαινομένου της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, που πλήττει τα τελευταία χρόνια τη χώρα προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι καταχρηστική. Συνάμα, την περί καταχρηστικότητας της ένδικης αίτησης ένσταση, η δεύτερη των καθ’ ων την στηρίζει και στο ότι η λήψη του δανείου από τον αιτούντα  και η ανάληψη ευθύνης αποπληρωμής της οφειλής αυτής, υπερέβη προφανώς τα όρια της καλής πίστης και ότι η πρόταση για καταβολές στο σχέδιο διευθέτησης, δεν έγινε με βάση τους κανόνες της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος και συνεπώς αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι η αίτηση αποτελεί επί της ουσίας αίτηση διαγραφής των χρεών και όχι αίτηση ρύθμισης αυτών, όμως η ένσταση υπό τα εκτιθέμενα αυτά περιστατικά στερείται νομικής βασιμότητας. Και αυτό γιατί, το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του οφειλέτη, χωρίς κάποιο περιορισμό, αρκεί να είναι επαρκώς προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί να προκαλέσει τη συναίνεση των πιστωτών και τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Απαιτείται βέβαια από τη διάταξη του άρθρ.4 παρ.1 ν.3869/2010, ο οφειλέτης κατά την σύνταξη του σχεδίου να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τα συμφέροντα των πιστωτών και την περιουσιακή και προσωπική του κατάσταση. Όμως δεν προβλέπεται δικαστικός έλεγχος του σχεδίου, ούτε απαράδεκτο του δικογράφου, εναπόκειται δε στους πιστωτές να αποδεχθούν ή απορρίψουν το σχέδιο, οπότε ακολουθεί η ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, το οποίο ερευνά αυτεπάγγελτα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, καθώς και την δυνατότητα εξόφλησης των χρεών του, με βάσει και τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες και καθορίζει το καταβλητέο μηνιαίο ποσό, χωρίς να δεσμεύεται από την πρόταση του οφειλέτη. Ενόψει των προλεχθέντων, η πρόταση του αιτούντος για μικρές μηνιαίες καταβολές δεν καθιστά την αίτηση ένταξής τους στις ρυθμίσεις του νόμου καταχρηστική και δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψή της.

Από τη δέουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται και όσων περιέχονται στον φάκελο της δικογραφίας, άλλα εκ των οποίων μνημονεύονται ρητά στην παρούσα και άλλα όχι, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, αλλά και από την όλη εν γένει διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο αιτών γεννήθηκε στις 17.04.1980 στον Δήμο Καλαμάτας Μεσσηνίας και εργάζεται ως ηλεκτρολόγος – ηλεκτρονικός στην εταιρεία με την επωνυμία «Καπνοβιομηχανία Καρέλια Α.Ε.». Κατά το παρελθόν, ήτοι από τις 24.12.2001 μέχρι τις 06.04.2006, όπου έγινε μεταβολή εργασιών μη φυσικού προσώπου, ο αιτών ήταν ομόρρυθμος εταίρος στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «Δ. ΝΤΑΚΟΥΡΗΣ – Σ. Κουτίβα Ο.Ε.», οπότε απέκτησε την εμπορική ιδιότητα, χωρίς να απαιτείται άσκηση απ’ αυτόν προσωπικώς αντικειμενικά εμπορικών πράξεων. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1 ΕμπΝ, 249 ν.4072/2012, προκύπτει ότι η ομόρρυθμη εταιρεία κρίνεται κατά το ουσιαστικό σύστημα και επομένως είναι εμπορική αν κατά το καταστατικό της ενεργεί κυρίως και συνήθως αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, δηλαδή πράξεις τις οποίες αν ασκούσε το φυσικό πρόσωπο θα προσέδιδαν σ’ αυτό την ιδιότητα του εμπόρου. Η συμμετοχή σε εταιρεία που είναι εμπορική κατά το ουσιαστικό σύστημα προσδίσει στον ομόρρυθμο εταίρο, αυτή και μόνη, την εμπορική ιδιότητα, χωρίς ν’ απαιτείται άσκηση απ’ αυτόν προσωπικώς αντικειμενικά εμπορικών πράξεων (Αλ. Τσιριντάνης, Στοιχεία Εμπ. Δικαίου, τ.Β’, παρ. 68, Ν. Ρόκας, Εμπ. Εταιρείαι, παρ.4, ΑΠ 25/1987 Δνη 29.291, ΕφΔωδ 69/1997 Αρμ.1998.314, ΕφΘες 226/1995 Αρμ 49.908, ΕφΘες 1472/1996 Αρμ 50.1115, ΕφΘες 409/1995 Αρμ 50.275, ΕφΘες 1017/1994 Αρμ 48.817, ΕφΑθ 1189/1987 Δνη 30.106). Παρά ταύτα, ένας οφειλέτης, πρώην έμπορος, υπάγεται στο ν.3869/2010, ακόμα κι αν μετά την παύση της εμπορικής του ιδιότητας εξακολουθεί να οφείλει χρέη που είχαν γεννηθεί όσο είχε την εμπορική ιδιότητα (εμπορικά χρέη), υπό τον όρο ότι μέχρι την απώλεια της εμπορικής του ιδιότητας δεν είχε τεθεί σε παύση πληρωμών και εξυπηρετούσε το χρέος του. Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων προκύπτει ότι ο αιτών, όσο εξακολουθούσε να έχει την εμπορική ιδιότητα, ήτοι μέχρι τις 06.04.2006, δεν βρισκόταν σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Ειδικότερα, από την από 13.03.2018 βεβαίωση οφειλών της πρώτης των καθ’ ων προκύπτει ότι, αναφορικά με τις απαιτήσεις της, εκ των δύο στεγαστικών δανείων του αιτούντος, το ύψος των τόκων είναι ιδιαίτερα γεγονός, το οποίο υποδηλώνει ότι ο αιτών τηρούσε τις δανειακές του υποχρεώσεις σε αυτήν, τόσο το 2006 όσο και για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την κατάθεση της αίτησης. Επιπλέον, από το 27.02.2006 έγγραφο του ΙΚΑ, προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα μέχρι τις 27.02.2006, η ανωτέρω εταιρεία, στην οποία ο αιτών ήταν ομόρρυθμος εταίρος, δεν είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές. Επίσης, από το 25.09.2018 έγγραφο του ΕΦΚΑ Καλαμάτας προκύπτει ότι ο αιτών, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 μέχρι και 01.04.2006, που ήταν ομόρρυθμος εταίρος στην ανωτέρω εταιρεία, δεν είχε οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές. Τέλος, από το γεγονός ότι οι συμβάσεις με την δεύτερη των καθ’ ων υπεγράφησαν στις 23.06.2005 και 12.09.2005 σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δεύτερη των καθ’ ων εξέδωσε το έτος 2013 την υπ’ αριθ. 359/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, προκύπτει ότι οποιαδήποτε αδυναμία πληρωμών είχε η ανωτέρω εταιρεία, ακόμα και εάν δημιουργήθηκε κατά το χρόνο, που ο αιτών είχε την εμπορική ιδιότητα, είναι αδύνατον να θεωρηθεί ότι ήταν γενική και μόνιμη μέχρι τις 06.04.2006, όπου ο αιτών αποχώρησε από αυτήν. Κατόπιν τούτων θα πρέπει να απορριφθούν οι σχετικές αρνήσεις των καθ’ ων ως προς την ύπαρξη εμπορικής ιδιότητας στο πρόσωπο του αιτούντος. Περαιτέρω, ο αιτών είναι παντρεμένος από τις 19.02.2005 με την …………………., η οποία δεν εργάζεται και από το γάμο τους απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, τον …………………….., γεννηθέντα στις 09.06.2009. Ο αιτών διαμένει μαζί με την οικογένειά του σε μια ισόγεια οικία της οποίας έχει την πλήρη κυριότητα, σε ποσοστό 100%, επιφανείας 88,36 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 750/1000, κτισμένη το έτος 2013, με ΚΑΕΚ ……………………….., επί οικοπέδου ευρισκόμενου στην Καλαμάτα, στη θέση ………………………….. Το ως άνω ακίνητο το απέκτησε δυνάμει του υπ’ αριθ.9895/10.03.2005 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου ……….. …………., νομίμως καταχωρημένου στο Κτηματολογικό Γραφείο ……… με αριθμό …….. και αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία του αιτούντος.

Επίσης, έχει στην κυριότητά του σε ποσοστό 100% ένα αυτοκίνητο μάρκας ….. με αριθμό κυκλοφορίας …….. και ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 19.08.2004, το οποίο εξυπηρετεί τις ανάγκες της οικογένειας. Η σύζυγος του αιτούντος έχει στην κυριότητά της σε ποσοστό 100% ένα δίκυκλο όχημα με αριθμό κυκλοφορίας ……, μάρκας ….., μοντέλου ……, 125 κυβικών εκατοστών και έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2016.

Από τα φορολογικά παραστατικά που προσκομίζονται, προκύπτει ότι το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του αιτούντος ( = φορολογητέο εισόδημα + αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά – φόρος που παρακρατήθηκε – φόρος εισοδήματος), ανήλθε: 1) για το φορολογικό έτος 2021 στο ποσό των 22.139,85€ (1.844,98€ μηνιαίως), άρα συνολικό οικογενειακό εισόδημα 22.139,85€ (1.844,98€ μηνιαίως), 2) για το φορολογικό έτος 2020 στο ποσό των 24.144,79€ (2.012,06€ μηνιαίως), ………………………………..

Περαιτέρω, με την από 12.10.2018 προσωρινή διαταγή της, η Δικαστής του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας δέχθηκε το αίτημα του αιτούντος περί χορήγησης προσωρινής διαταγής και υποχρέωσε τον αιτούντα να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 200,00 ευρώ, συμμέτρως διανεμόμενο προς τους καθ’ ων πιστωτές κατά το αναλογούν έκαστο εξ αυτών ποσοστό επί της συνολικής οφειλής του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπό κρίση αίτησης.

Από το σύνολο των οικονομικών δεδομένων που αναφέρονται ανωτέρω προκύπτει ότι το εισόδημα του αιτούντος κατά το χρόνο λήψεως των πρώτων δανειακών υποχρεώσεων, με τη μορφή της παροχής εγγύησης, ήτοι το έτος 2005, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 23.644,80 € (1.970,40€ μηνιαίως). Με αυτό το υψηλό μηνιαίο εισόδημα ο αιτών είχε την πεποίθηση ότι θα ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις βασικές βιοτικές ανάγκες του που δεν ξεπερνούσαν το ποσό των 1000,00 ευρώ και να εκπληρώσει την εγγυητική του ευθύνη, εφόσον χρειαστεί. Περαιτέρω, όταν συμβλήθηκε ως εγγυητής στις άνω συμβάσεις απέβλεπε στα σταθερά και υψηλά εισοδήματα της πρωτοφειλέτριας εταιρείας και της έτερης εγγυήτριας, τα οποία, κατά το χρόνο σύναψης των ανωτέρω δανειακών υποχρεώσεων, στα οποία ο ίδιος συμβλήθηκε ως εγγυητής, επαρκούσαν για την αποπληρωμή της συνολικής μηνιαίας δόσης. Επιπλέον, το έτος 2008, το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος ανερχόταν στο ποσό των 20.156,67€ (1.679,72€ μηνιαίως) και ήταν σε θέση να εκπληρώνει όλες τις δανειακές του υποχρεώσεις, που ανέρχονταν στο ποσό των 300,00 ευρώ μηνιαίως και προέρχονταν από συμβάσεις στεγαστικού δανείου, που συνάφθησαν τα έτη 2006 και 2008 με την πρώτη των καθ’ ων, καλύπτοντας ταυτόχρονα και όλες τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του, που δεν ξεπερνούσαν το ποσό των 1.200,00 ευρώ. Συνεπώς, θα πρέπει να απορριφθεί η ένσταση δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών, που πρότειναν οι καθ’ ων πιστώτριες, καθώς κατά το χρόνο σύναψης δανείων, ο αιτών ευλόγως ανέμενε ότι, θα ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις με το εισόδημα που διέθετε.

Εν συνεχεία, από το 2014 και μετά τα εισοδήματα του αιτούντος έβαιναν συνεχώς αυξανόμενα και ενδεικτικά κατά το έτος 2014 ανέρχονταν στο ποσό των 26.432,89€ (2.202,74 € μηνιαίως) και κατά την κατάθεση της αίτησης το ποσό των 25.598,74€ (2.133,22€ μηνιαίως). Μολονότι τα εισοδήματα του αιτούντος είχαν ανοδική πορεία, αποδείχθηκε ότι ο αιτών βρέθηκε σε αδυναμία πληρωμής κατά το έτος 2013, όταν του κοινοποιήθηκε η υπ’ αριθ.359/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, βάσει της οποίας όφειλε να καταβάλλει το ποσό των 121.324,68 ευρώ ως υπόλοιπο από την υπό δ) απαίτηση. Η ανωτέρω οφειλή προήλθε από την σύμβαση, στην οποία είχε συμβληθεί η ανωτέρω αναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρεία, με την εγγύηση του αιτούντος, κατά το έτος 2005, από την οποία ο  αιτών είχε αποχωρήσει ήδη από το έτος 2006. Κατόπιν τούτων, ο αιτών βρέθηκε, χωρίς υπαιτιότητά του, σε αδυναμία πληρωμών διότι οι οφειλές του προς τραπεζικά ιδρύματα αυξήθηκαν απότομα σε πολύ υψηλά επίπεδα. Ειδικότερα, κατά το έτος 2013 το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος ανερχόταν στο ποσό 1.967,99€ μηνιαίως, εκ των οποίων το ποσό των 1.200,00€ εκτιμάται ότι ήταν οι βιοτικές ανάγκες της οικογένειας ρου και οι οφειλές προς τις πιστώτριές του ξεπερνούσαν το ποσό των 1000,00€. Εν συνεχεία, κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, το έτος 2018, το εισόδημα του αιτούντος ανερχόταν στο ποσό των 2.133,22€ μηνιαίως, οι μηνιαίες βιοτικές του ανάγκες ανέρχοταν στο ποσό των 1.200,00€ και οι μηνιαίες υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες ξεπερνούσαν το ποσό των 3.500,00€ (όπως προκύπτει από αναγωγή από το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης). Η μόνιμη αδυναμία πληρωμών συνεχίστηκε και κατά τη συζήτηση της αίτησης καθώς για το έτος 2021 το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος ανερχόταν στο ποσό των 22.139,85€ (1.844,98€ μηνιαίως), με τις βιοτικές του ανάγκες να ανέρχονται πλέον στο ποσό των 1300,00€ και με τις δανειακές του υποχρεώσεις να εξακολουθούν να ξεπερνούν κατά πολύ τα ανωτέρω εισοδήματα.

Συνεπώς, λόγω του περιορισμού των εισοδημάτων του, ο αιτών, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση των δανειακών του υποχρεώσεων, το ύψος των οποίων δεν σχετίζεται με τη μονιμότητα της αδυναμίας πληρωμής (82/2011 ΕιρΑθ, 66/2011 ΕιρΑθ, 60/2011 ΕιρΑθ, 37/2011 ΕιρΑθ, άπασες από την Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), η δε αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και της οφειλής του κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, λαμβανόμενων υπόψη της ηλικίας του, της οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής του κατάστασης. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του στις διατάξεις του ν.3869/2010, καθώς είναι φυσικό πρόσωπο, χωρίς πτωχευτική ικανότητα και έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και διαρκή πραγματική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς τους πιστωτές τους.

Με βάση τα προλεχθέντα συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του ν.3869/2010 και ειδικότερα στη ρύθμιση των άρθρων 8 παρ.2 και 9 παρ.2 του ν.3869/2010. Επομένως, το Δικαστήριο ρυθμίζοντας τις οφειλές του αιτούντος στο πλαίσιο του άρθρ.8 παρ.2 του ν.3869/2010, θα τον υποχρεώσει να καταβάλει, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, το ποσό των 200,00 ευρώ το μήνα προς τους πιστωτές του. Με βάση τα οριζόμενα στο εδάφιο δ’ της παραγρ.2 του άρθρ.3 του ν.3869/2010, το οποίο προστέθηκε με το άρθ. 61 παρ.2 Ν.4549/2018 και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αιτήσεις, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής αφαιρείται από τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρ.8 ν.3869/2010, αφού βέβαια διαιρεθεί δια το πλήθος των δόσεων της ρύθμισης. Στην προκείμενη περίπτωση, δυνάμει της από 12-10-2018 προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας, ο αιτών υποχρεώθηκε να καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 200,00€ μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας αίτησης. Όπως προκύπτει από τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του αιτούντος, ο αιτών ήταν συνεπής, με αποτέλεσμα να έχει καταβληθεί το ποσό των 7.600,00 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρ.8 ν.3869/2010, αφού βέβαια διαιρεθεί δια το πλήθος των δόσεων της ρύθμισης που είναι 36 (7.600,00€ / 36 € = 211,11€). Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση, ο συνυπολογισμός του ποσού των προσωρινών καταβολών καθώς το συνολικό ποσό των προσωρινών μηνιαίων καταβολών (211,11€), είναι μεγαλύτερο αυτού της οριστικής ρύθμισης (200,00€), ενώ δεν τίθεται και ζήτημα επιστροφής στον αιτούντα των επιπλέον καταβληθέντων στους πιστωτές του, διότι τα ποσά αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν ως απλές καταβολές έναντι των χρεών κατά την 417 επ. ΑΚ και όχι ως καταβολές ρύθμισης με δυνατότητα αναζήτησής τους από τον οφειλέτη κατά την 904 ΑΚ (34/2018 ΕιρΠατρ, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πλην, όμως, η παραγρ.2β του άρθρ.9 του ν.3869/2010, που όπως προαναφέρθηκε εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αιτήσεις, ορίζει ότι: «κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8 το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του παρόντος άρθρου, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης». Η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο της κατανομής θα πρέπει να τηρηθούν οι βασικές αρχές των δύο ρυθμίσεων, δηλαδή αυτή της μη υπέρβασης της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη («μπορεί»), όπως ορίστηκε από το δικαστήριο, ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ.2 και αυτή της καταβολής του υποχρεωτικού ανταλλάγματος στους πιστωτές ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2. Με βάση τη ρύθμιση αυτή και με δεδομένο ότι οι πιστωτές θα πρέπει οπωσδήποτε να λάβουν κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του άρθρ.8 παρ.2 ποσό ίσο μ’ αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης, το δε επιπλέον ποσό και μόνο αποτελεί δόση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2, η μεν ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2 εξυπηρετείται εξαρχής, αυτή δε του άρθρου 8 παρ.2 έχει αντικείμενο μόνο αν υπάρχει πλέονασμα από το υποχρεωτικό αντάλλαγμα της διάσωσης. Αν δεν υπάρχει τέτοιο, ισχύει ως ρύθμιση με μηδενικές καταβολές. Συνεπώς, αν το ποσό της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2 ν.3869/2010 υπολείπεται αυτού της ρύθμισης της διάσωσης της κύριας κατοικίας δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της νέας διάταξης περί κατανομής. Στην προκείμενη περίπτωση, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος, οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 και ειδικότερα των άρθρων 8 παρ.2 και 9 παρ.2 του νόμου, δεδομένου ότι αναφορικά με την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας της πληρούνται όλες οι σωρευτικά προβλεπόμενες προϋποθέσεις του άρθρου (9 παρ.2) ήτοι: α) το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα του αιτούντος δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παραγρ.3 του άρθρου 5 του ν.3869/2010, προσαυξημένες κατά 70%, β) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει το όριο προστασίας που θέτει ο νόμος (120.000€ για άγαμο, προσαυξανόμενο κατά 40.000€ για έγγαμο και κατά 20.000€ για κάθε τέκνο και μέχρι τρία κατ’ ανώτατο όριο) και γ) ο αιτών είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ.2 του ν.3869/2010, το ποσό με το οποίο θα επιβαρυνθεί ο αιτών οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του είναι αυτό που θα απέδιδε ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου του αφαιρώντας τις δαπάνες εκτελέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση η εμπορική αξία της ισόγειας οικίας πλήρους κυριότητας, σε ποσοστό 100%, επιφανείας 88,36 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 750/1000, κτισμένη το έτος 1973, με ΚΑΕΚ …………., επί οικοπέδου ευρισκόμενου ………, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση, το εμβαδόν, το έτος κατασκευής του, την αντικειμενική της αξίας και την εμπορική αξία των ακινήτων στην (ευρύτερη) περιοχή της Καλαμάτας (βλ. παρόμοιες αγγελίες πώλησης ακινήτων σε σχετικές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο), κρίνεται ότι ανέρχεται περίπου σε 65.000,00€. Ο αιτών, λοιπόν, θα αποπληρώσει το ποσό που αντιστοιχεί στην εμπορική του αξία (βλ. άρθρο 995 παρ.1 τελ.εδάφιο ΚΠολΔ, όπως ισχύει – παρά τη ρητή παραπομπή του άρθρου 993 παρ.2 εδ.α’ στην παρ.2 του άρθρου 954 ΚΠολΔ, βλ. Μαργαρίτη Μ., Ερμ.ΚΠολΔ, εκδ.2018, σελ.736, αρ.18), απομειωμένο από τα (υποθετικά) έξοδα εκτέλεσης (αμοιβή και έξοδα δικαστικού επιμελητή, αμοιβή υπαλλήλου του πλειστηριασμού κλπ), που υπολογίζονται ότι ανέρχονται στις 5.000,00 ευρώ. Επομένως, το ποσό των 60.000,00 ευρώ (65.000,00 – 5.000,00) αποτελεί το υποχρεωτικό, κατά το νόμο, αντάλλαγμα για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος. Η αποπληρωμή του ποσού θα γίνει σε 240 μηνιαίες δόσεις, που θα καταβάλλονται εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα, ύψους 250,00 ευρώ εκάστη, λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό ύψος της οφειλής, τη διάρκεια των δανείων, την οικονομική δυνατότητα και την ηλικία του αιτούντος. Η εξυπηρέτηση της οφειλής θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αποπληρωμή του ποσού για τη διάσωση  της κύριας κατοικίας του αιτούντος θα ξεκινήσει εξαρχής, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήτοι από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, χωρίς περίοδο χάριτος. Οι απαιτήσεις των πιστωτών από  τις καταβολές του αιτούντος στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ.2 ν.3869/2010 θα ικανοποιηθούν κατ’ αναλογική εφαρμογή των άρθρων 974 επ.ΚΠολΔ, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι απαιτήσεις υπό α), β) και δ) είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες.

Περαιτέρω, δεν κρίνεται απαραίτητη κατ’ άρθρο 9 παρ.1 ν.3869/2010 η εκποίηση του ποσοστού 100% ενός αυτοκινήτου μάρκας …… με αριθμό κυκλοφορίας ……. και ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 19.08.2004, αφενός μεν διότι δεν αναμένεται να αποδώσει αξιόλογο τίμημα, και αφετέρου διότι είναι απαραίτητο για τις ανάγκες μετακίνησης του αιτούντος και της οικογένειάς του.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση του αιτούντος ως βάσιμη και στην ουσία της και αν ρυθμιστούν κατά τρόπο οριστικό τα χρέη του, με σκοπό την απαλλαγή του από αυτά με την τήρηση των όρων της ρύθμισης. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του ν.3869/2010.

Ο αιτών με την προσθήκη του ζητά να επιβληθεί σε βάρος εκάστου των καθ’ ων χρηματική ποινή ύψους 2.500,00€ κατ’ άρθρο 116 και 205 ΚΠολΔ, επειδή δεν τήρησαν το καθήκον αληθείας και προσπάθησαν να εξαπατήσουν το Δικαστήριο. Το αίτημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί διότι δεν διαπιστώθηκε προσπάθεια εξαπάτησης του Δικαστηρίου και οποιαδήποτε αναλήθεια υπήρξε στις προτάσεις των καθ’ ων έλαβε χώρα από ελαφρά αμέλεια.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των συνοφειλετών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθμό κατάθεσης 88/18-05-2018 αίτηση ως προς τον τρίτο των καθ’ ων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την με αρ.κατ.88/18-05-2018 αίτηση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τις μηνιαίες καταβολές του αιτούντος προς τις καθ’ ων πιστώτριές του επί τριετία (3/ετία), ορίζοντας μηνιαίες καταβολές μηδενικού ποσού επί τριάντα έξι μήνες (36 μήνες), εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντος, ήτοι την πλήρη κυριότητα, σε ποσοστό 100%, μίας ισόγειας οικίας, επιφάνειας 88,36 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 750/1000, επί οικοπέδου …………..

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα να καταβάλει, για την διάσωση  της κύριας κατοικίας του, εντός εικοσαετίας (20/ετίας), το συνολικό ποσό των εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000€), ήτοι το ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00€) ανά μήνα και για διακοσίους σαράντα (240) μήνες, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας, αρχής γενομένης από το μήνα Αύγουστο του έτους 2022 και για είκοσι (20) έτη, εκάστης καταβολής γενομένης εντός του πρώτου δεκαημέρου (10/ημέρου) κάθε μήνα, και δη εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από τη ρύθμιση αυτή θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών, κατ’ αναλογική εφαρμογή των άρθρ.974 επ. ΚΠοΛδ, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι απαιτήσεις υπό α), β) και δ) είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Καλαμάτα στο ακροατήριό του στις 20/07/2022 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *