ΜΠρΑθηνών 44/2022

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ

Αριθμός Απόφασης:

44/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

          Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αικατερίνη Αθανασιάδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του  Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Παρασκευή Χριστοδούλου.

          Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

          Της εκκαλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «UCI ΕΛΛΑΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ Δ ΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» διακριτικό τίτλο «UCI GREECE LOAN MANAGEMENT SERVICES» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ……., ενεργούσα υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των εξυπηρετούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων και πιστώσεων του αρχικού διαδίκου, εδρεύοντος στη Μαδρίτη Ισπανίας χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «UNION DE CREDITOS INMOBILIARIOS, S.A., ESTABLECIMIENTO FINANCIERO DE CREDITO» , η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ……, (ΑΜ ΔΣ.. ….).

          Των εφεσιβλήτων: 1) ……, κατοίκου ….., με Α.Φ.Μ. …… και 2) ……κατοίκου ομοίως, με Α.Φ.Μ. ….., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους  Χρήστου Θεοδωρόπουλου (ΑΜ ΔΣΑ 32571), 3) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «EFG EUROBANK A.E.» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ….., 4) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA BANK», ως ειδικής διαδόχου της αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «CitiBank International PLC», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ….. και 5) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», ως ειδικής διαδόχου της  αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ….., οι οποίες δε παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

          Οι αιτούντες ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι: α) από 20.03.2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 530/29.03.2013 και β) από 20.03.2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 531/29.03.2013 αιτήσεις τους αντίστοιχα, τις οποίες απηύθυναν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αχαρνών.

          Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με  την 275/31.07.2017 οριστική απόφασή του (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), όπως αυτή διορθώθηκε με την 425/19.10.2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, συνεκδίκασε τις αιτήσεις και τις έκανε εν μέρει δεκτές.

          Ήδη η εκκαλούσα, με την από 27.09.2017 έφεσή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αχαρνών με αριθμούς κατάθεσης γενικό: 3464/28.09.2017 και ειδικό: 67/28.09.2017 και στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμούς κατάθεσης γενικό: 580181/04.10.2017 και ειδικό: 3394/04.10.2017, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή αυτής της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την παραπάνω απόφαση.

          Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Από τις 10.982Α, 10.983Α και 10.981Α/10.10.2017 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, Παναγιώτη Ρίζου, που προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή αυτής της απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των εφεσιβλήτων (άρθρα 122 παρ.1, 123, 126 παρ.1 στοιχ. γ’, 129 παρ.1, 498 παρ.2 και 741 ΚΠολΔ). Οι τελευταίες, όμως, δεν παραστάθηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, πρέπει, συνεπώς, να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 764 παρ.2 εδ. β’ ΚΠολΔ).

          Η κρινόμενη από 27.09.2017, με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αχαρνών: 3464/67/28.09.2017 και στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου: 580181/3394/04.10.2017, έφεση κατά της 275/31.07.2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, το οποίο δίκασε κατά της διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 425/19.10.2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, εκδοθείσα κατά την ίδια διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις από την καθ’ ης η αίτηση πιστώτρια που ηττήθηκε πρωτοδίκως και είναι εμπρόθεσμη, καθότι αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης επιδόθηκε με επιμέλεια των αιτούντων στις καθ’ ως η αίτηση πιστώτριες, μεταξύ των οποίων η εκκαλούσα, στις 24.8.2017 (βλ. τις 8760Δ, 8761Δ και 8762Δ/24.08.2017 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ιωάννη Αγγελόπουλου, που προσκομίζουν με επίκληση οι εφεσίβλητοι), η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε, με την κατάθεση του πρωτοτύπου της στη γραμματεία του εκδώσαντος την εκκαλούμενη Δικαστηρίου, στις 28.09.2017 (βλ. την έκθεση έφεσης), δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης που περάτωσε την πρωτοβάθμια δίκη (άρθρα 144 παρ.1 και 2, 147 παρ.2, 495 παρ.1, 511, 513 παρ. 1β’, 516 παρ.1, 518 παρ.1, 520 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 741 του ίδιου Κώδικα), για τη δε παραδεκτή άσκησή της η εκκαλούσα κατέθεσε το αναγκαίο παράβολο ποσού 75,00 ευρώ (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, βλ. την έκθεση κατάθεσης της κρινόμενης έφεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αχαρνών). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί το περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

          Επιπλέον, οι αιτούντες – εφεσίβλητοι και ήδη αντεκκαλούντες άσκησαν παραδεκτώς, με τις από 17.09.2020 προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αντέφεση, η οποία αφορά μόνο στα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης που προσβάλλονται με έφεση (άρθρα 523 παρ.1, 741 και 764 παρ.1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, μαζί με την έφεση, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

          Με τις από 20.03.2013 και με αριθμούς κατάθεσης δικογράφου: 530/29.03.2013 και 531/29.03.2013 αιτήσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αχαρνών αντιστοίχως, οι αιτούντες και ήδη πρώτος και δεύτερη των εφεσιβλήτων, εξέθεταν ότι είναι σύζυγοι, επικαλούμενοι δε έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους έναντι των καθ’ ων η αίτηση πιστωτριών τους, ήδη εκκαλούσα και τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των εφεσιβλήτων, ζητούσαν τη ρύθμιση των χρεών τους και την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας τους και των λοιπών στοιχείων της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, για την εξυπηρέτηση των οφειλών τους, κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010, αφού λαμβάνονταν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή κατάστασή τους, με σκοπό την απαλλαγή τους από αυτά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις δύο αιτήσεις, τις έκανε εν μέρει δεκτές, ρύθμισε τις οφειλές των αιτούντων, καθορίζοντας μηνιαίες καταβολές συνολικού ποσού 200,00 ευρώ η κάθε μία για τον αιτούντα (43,06 ευρώ μηνιαίως προς την τράπεζα «…..», 12,78 ευρώ μηνιαίως προς την τράπεζα «….» και 144,00 ευρώ μηνιαίως προς την εταιρία «….».) και 150,00 ευρώ η κάθε μία για την αιτούσα προς την εταιρία «…», για χρονικό διάστημα τριών (03) ετών, καταβλητέες άτοκα το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, με χρόνο έναρξης τον επόμενο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης μήνα, εξαίρεσε από την εκποίηση τα με αρ. κυκλ. ΖΚΡ 3894 και ΥΡΤ 5161 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα των αιτούντων, διέταξε την εντός  προθεσμίας δύο (02) ετών από την αποδοχή του διορισμού του εκκαθαριστή πρόσφορη  εκποίηση των περιγραφόμενων αγροκτημάτων του αιτούντος, όρισε το πρόσωπο και τα καθήκοντα του εκκαθαριστή και, τέλος, εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία των αιτούντων, επιβάλλοντάς τους την υποχρέωση να καταβάλλουν για τη διάσωση της κύριας κατοικίας τους προς την τράπεζα «…»  το συνολικό ποσό των 13.539,98 ευρώ έκαστος, με μηνιαίες καταβολές επί είκοσι (20) έτη, ήτοι σε διακόσιες σαράντα (240) μηνιαίες καταβολές ποσού 56,41 η κάθε δόση, έκαστος, με χρόνο έναρξης τη λήξη της περιόδου χάριτος των τριών (03) ετών από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα πιστώτρια, με την υπό κρίση έφεσή της, ισχυριζόμενη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο εφετήριο δικόγραφο και ζητεί την εξαφάνισή της ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, έτσι ώστε απορριφθούν οι αιτήσεις των αντιδίκων της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται επίσης οι πρώτος και δεύτερη των εφεσιβλήτων και ήδη αντεκκαλούντες, ισχυριζόμενοι ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις κατά τον προσδιορισμό των από αυτούς καταβλητέων κατ’ άρθρο 8 ν.3869/2010 δόσεων και ζητούν τη μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης με σκοπό την αναδρομική μείωση των παραπάνω δόσεων από το συνολικό ποσό των 350,00 ευρώ σε αυτό των 210,00 ή επικουρικά σε εκείνο των 270,00 ευρώ.

          Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 ν.3869/2010, στα οποία προβλέπεται η δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν έχει ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματά του για την εξυπηρέτησή τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλέτη και τη στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 συνιστά η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του, ανεξάρτητα από το εάν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα, αλλά δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, τη συνδρομή του οποίου επικαλείται αποδεικνύει ο πιστωτής. Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται, για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν είναι δυνατό να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμό του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται από το ένα μέρος τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή και ιδίως από την εργασία του και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργούς) έγγαμης συμβίωσης και από το άλλο μέρος οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσής τους, για την εξασφάλιση του οποίου να μην τυγχάνει απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, υπό την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν επιτρέπει σε αυτόν να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υφίσταται μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το εισόδημα του οφειλέτη, αλλά και η λοιπή περιουσία του, κινητή και ακίνητη, η οποία μπορεί να ρευστοποιηθεί, ώστε να ικανοποιηθούν οι πιστωτές. Ως προς την αξιολόγηση της προμνημονευθείσας σχέσης ρευστότητας, δηλαδή ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών, λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται σε βαθμό πιθανολογούμενης βεβαιότητας. Η μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη, η οποία πρέπει να συντρέχει κατά το χρονικό σημείο της κατάθεσης της αίτησης και να διατηρείται μέχρι και τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, δύναται άλλωστε να ανάγεται σε διάφορα αίτια, όπως είναι η απόλυση από την εργασία, η μείωση μισθού ή σύνταξης και το σοβαρό πρόβλημα υγείας. Η αδυναμία πληρωμής αποτελεί πραγματικό ζήτημα, το οποίο μπορεί να κριθεί από τη συνολική κατάσταση του οφειλέτη, τη συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον (βλ. ΑΠ 52/2019 ΕΕμπΔ 2019.695). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.3869/2010 απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν.3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του χωρίς δόλο. Ο ν.3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για την αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ.1 ΠΚ, που ορίζει ότι «με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το «αποδέχεται». Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση του εδ. α’ της παρ.1 του άρθρου 1 του ν.3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην «περιέλευση» του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ.1 του άρθρου 1 του ν.3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει  ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του τραπεζικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ.1 του πιο πάνω άρθρου 1 του ν.3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιβαλλόμενο της υπόθεσης Δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και να τον αποδείξει (βλ. ΑΠ 427/2019 δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων,  παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα άνω οικονομικά δεδομένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 1174/2019 δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

          Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της χωρίς όρκο κατάθεσης του αιτούντος – πρώτου εφεσιβλήτου – πρώτου αντεκκαλούντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες και ήδη πρώτος και δεύτερη των εφεσιβλήτων είναι σύζυγοι από το έτος 1999 και γονείς τριών, ανήλικων και τριών κατά τη συζήτηση της αίτησης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τέκνων, της Κωνσταντίνας που έχει γεννηθεί στις 09.10.2021, της Αντωνίας που έχει γεννηθεί στις 12.05.2005 και του Δημητρίου που έχει γεννηθεί στις 13.10.2009. Ο πρώτος εφεσίβλητος έχει γεννηθεί  το έτος 1970 και εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος και συγκεκριμένα ως βοηθός εφαρμοστής στην ανώνυμη εταιρία μηχανημάτων επεξεργασίας πλαστικού με την επωνυμία «Χρήστος Σουλιώτης και Υιοί Α.Β.Ε.Ε.» με μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες στο ποσό των 905,00 ευρώ μηνιαίως. Ο πρώτος εφεσίβλητος λαμβάνει επιπλέον προνοιακό επίδομα τριτέκνου, το οποίο μέχρι το έτος 2016 ανερχόταν σε 1.980,00 ευρώ ετησίως, έχει, όμως, πλέον μειωθεί στο ποσό των 500,00 ευρώ ετησίως, ήτοι σε 41,66 ευρώ μηνιαίως. Έτσι το συνολικό οικογενειακό εισόδημα των εφεσιβλήτων ανέρχεται στο ποσό των 1.954,00 ευρώ μηνιαίως. Δεν αποδείχθηκε εισόδημά τους από άλλη πηγή. Οι εφεσίβλητοι, μαζί με τα τέκνα τους, κατοικούν σε ιδιόκτητη κατοικία, η οποία ανήκει σε έκαστο εξ αυτών κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και συγκεκριμένα σε αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία (μεζονέτα) συνολικής επιφάνειας 104,21 τ.μ., αποτελούμενη από υπόγειο εμβαδού 17,27 τ.μ., ισόγειο όροφο – πυλωτή εμβαδού 22,24 τ.μ. και πρώτο και δεύτερο ορόφους εμβαδού 27,84 τ.μ. και 27,24 τ.μ. αντιστοίχως, επί της οδού Θεμιστοκλέους αρ.33 στη θέση «Ζωφριά» του Δήμου Άνω Λιοσίων Αττικής, αντικειμενικής αξίας του ιδανικού μεριδίου εκάστου 16.924,75 ευρώ σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από τους ίδιους Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) έτους 2016, εκδοθείσα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αγίων Αναργύρων. Περαιτέρω, ο πρώτος εφεσίβλητος έχει στην πλήρη κυριότητά του: 1) αγρό με ελαιόδεντρα, επιφάνειας 2.000 τ.μ., στη θέση «Λύχτρα» Δ.Δ. Πετροχωρίου Δήμου Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας και 2) αγρό μονοετούς καλλιέργειας, επιφάνειας 750,00 τ.μ., στη θέση «Τυλίχτρα» εντός της κτηματικής περιφέρειας του ίδιου ως άνω δημοτικού διαμερίσματος. Είναι, τέλος, κύριος του με αρ. κυκλ. ΖΚΡ – 3894 Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής MAZDA τύπου 6, κυβισμού 1.800 κ.εκ., έτους πρώτης άδειας κυκλοφορίας 2004 και εμπορικής αξίας περίπου 5.000,00 ευρώ. Η δεύτερη εφεσίβλητη δεν έχει άλλη ακίνητη περιουσία, είναι, όμως, κυρία του με αρ. κυκλοφορίας ΥΡΤ – 5061 Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής CITROEN, τύπου C1, κυβισμού 1.000 κ.εκ., έτους πρώτης άδειας κυκλοφορίας 2006, ασήμαντης εμπορικής αξίας. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση των αιτήσεών τους οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν τα ακόλουθα χρέη, τα οποία θεωρούνται με την κοινοποίηση των αιτήσεών τους ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης των αιτήσεων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ν.3869/2010, εκτός από εκείνα που είναι εξασφαλισμένα με εμπράγματη ασφάλεια, τα οποία συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του πρώτου εφεσιβλήτου προς τις πιστώτριες τράπεζες κατά την ημέρα κοινοποίησης σε αυτές των υπό κρίση αιτήσεων ανέρχονταν στα ακόλουθα χρηματικά ποσά: 1) προς την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias A.E.», ήδη τρίτη εφεσίβλητη, από την 2068625948 σύμβαση καταναλωτικού δανείου συνολικό ποσό (18.451,21 ευρώ κεφάλαιο + 47,54 ευρώ τόκοι =) 18.499,21 ευρώ και μετά την επικαιροποίησή της την 15.01.2016 συνολικό ποσό 25.032,28 ευρώ, 2) προς την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «CYPRUS POPULAR BANL» (MARFIN EGNATIA BANK), διάδοχος της οποίας είναι η πέμπτη εφεσίβλητη, τράπεζα με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», από την MG 102000001 σύμβαση καταναλωτικού δανείου συνολικό ποσό (7.406,35 ευρώ κεφάλαιο + 31,33 ευρώ τόκοι =) 7.437,68 ευρώ και 3) προς το αλλοδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «UNION DΕ CREDITOS IMMOBILIARIOS S.A. ESTABLECIMIENTO FINANCIERO DE CREDITO», διάδοχος του οποίου είναι η εκκαλούσα: α) από την 80011344 σύμβαση στεγαστικού δανείου συνολικό ποσό (88.973,70 ευρώ κεφάλαιο + 21,23 ευρώ τόκοι + 2,05 ευρώ έξοδα=) 88.976,98 Ευρώ και μετά την επικαιροποίηση της απαίτησης την 08.05.2017 συνολικό ποσό 73.409,25 ευρώ. Σημειώνεται ότι στην αίτηση αναφέρονται και δύο οφειλές του πρώτου εφεσιβλήτου προς την τράπεζα «Citibank International PLC», διάδοχος της οποίας τυγχάνει η τέταρτη εφεσίβλητη, από πιστωτικές κάρτες που του είχε χορηγήσει, ύψους 3.478,76 και 2.814,39 ευρώ. Ωστόσο, οι οφειλές αυτές διευθετήθηκαν συνολικώς με συμφωνία πιστώτριας και πρώτου εφεσιβλήτου πριν από τη συζήτηση της αίτησης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επομένως εκφεύγουν πλέον από τη δικαστική ρύθμιση που αιτείται ο πρώτος εφεσίβλητος. Η δεύτερη εφεσίβλητη είναι σε ολόκληρο συνοφειλέτιδα στα προαναφερθέντα χρέη του πρώτου εφεσιβλήτου συζύγου της προς την εκκαλούσα, αυτές δε είναι και οι μοναδικές οφειλές της. Η απορρέουσα από την 80011344 σύμβαση στεγαστικού δανείου απαίτηση της εκκαλούσας έναντι του πρώτου και δεύτερης των εφεσιβλήτων είναι εξασφαλισμένη με πρώτη υπέρ αυτής προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 145.500,00 ευρώ, επί του προπεριγραφέντος ακινήτου τους που χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία τους, εγγραφείσα στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αχαρνών δυνάμει της 11003/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το σύνολο των οφειλών του πρώτου εφεσιβλήτου προς τις πιστώτριες Τράπεζες ανερχόταν κατά το χρόνο κοινοποίησης σε αυτές της αίτησής του στο ποσό των 124.905,87 ευρώ και μετά την επικαιροποίησή τους στο ποσό των 116.239,34 ευρώ, το δε σύνολο των οφειλών της δεύτερης εφεσίβλητης προς τη μοναδική πιστώτριά της (εκκαλούσα) ανερχόταν κατά το χρόνο κοινοποίησης σε αυτή της αίτησής της στο ποσό των 99.025,76 ευρώ και μετά την επικαιροποίησή τους στο συνολικό ποσό των 83.769,92 ευρώ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρώτος και δεύτερη εφεσίβλητοι κατοικούν με τα τέκνα τους σε ιδιόκτητη κατοικία, ο δε πρώτος εξ αυτών αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας (αρχόμενο διαβήτη) για το οποίο λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, το ποσό που απαιτείται μηνιαίως για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, ήτοι για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, μετακίνηση, λειτουργικά έξοδα κατοικίας, επισκευή και συντήρηση οικιακού εξοπλισμού, είδη οικιακής κατανάλωσης και ατομικής φροντίδας, δαπάνες εστίασης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, σπουδαστικές ανάγκες τέκνων κλπ, ανέρχεται στο ποσό των 1.400,00 ευρώ, το οποίο ανταποκρίνεται στην απαίτηση διατήρησης του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης των ιδίων και της οικογένειάς τους. Από την αντιπαραβολή των συνολικών μηνιαίων εισοδημάτων των εφεσιβλήτων (1.954,00 ευρώ) με αυτό του αναγκαίου ποσού για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών τους (1.400,00), προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι αδυνατούν να καταβάλουν το συνολικό ποσό που απαιτείται για την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων ανερχόμενο σε 900,00 ευρώ περίπου μηνιαίως, καλύπτοντας ταυτόχρονα και τις βιοτικές ανάγκες τους. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, καθότι η κατάσταση αυτή διαρκεί τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 2013 μέχρι σήμερα, ενώ η οικονομική τους κατάσταση δεν αναμένεται κατά την προβλεπόμενη πορεία των πραγμάτων να βελτιωθεί. Τη συνδρομή της προϋπόθεσης της περιέλευσης των εφεσιβλήτων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους διαπίστωσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του. Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει αδυναμία πληρωμής των αιτούντων και ήδη εφεσιβλήτων σε σχέση με το διάστημα που μεσολάβησε από τη λήψη του στεγαστικού δανείου μέχρι την άσκηση των αιτήσεων, καθότι με τα σημερινά δεδομένα το εισόδημά τους είναι μεγαλύτερο από αυτό που είχαν δηλώσει κατά το χρόνο λήψης του δανείου, το οποίο εξυπηρετούσαν κανονικά μέχρι και τον Ιανουάριο του 2013, μόλις δύο μήνες πριν από την κατάθεση των αιτήσεών τους. Πλην, όμως, τα στοιχεία που επικαλείται η εκκαλούσα δεν ανατρέπουν την αδυναμία πληρωμής που διαπιστώθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, καθότι το κρίσιμο στοιχείο για τη διάγνωση της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής δεν είναι απαραίτητα η μείωση των εισοδημάτων του δανειολήπτη, αλλά η αρνητική σχέση εισοδημάτων, βιοτικών αναγκών και δανειακών υποχρεώσεων, υπό την έννοια ότι η ρευστότητα του δανειστή δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, κατάσταση η οποία μπορεί να δημιουργηθεί ακόμη κι όταν τα εισοδήματά του δεν μειωθούν, αλλά αυξηθούν οι βιοτικές ανάγκες λόγω νέων δεδομένων στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του δανειολήπτη (προβλήματα υγείας με συνακόλουθη αύξηση των δαπανών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, απόκτησης τέκνων, αύξηση των μορφωτικών και σπουδαστικών αναγκών αυτών κλπ), καθώς και στη γενικότερη οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα (αύξηση φορολογικών υποχρεώσεων, αύξηση κόστους ζωής κλπ), δεδομένα που συντρέχουν εν προκειμένω. Εξάλλου, μόνη η κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων του δανειολήπτη για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλές φορές σε βάρος της ποιότητας ζωής του ιδίου και της οικογένειάς του, δεν αναιρεί την τελική περιέλευσή του σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, όταν πλέον εξαντληθούν οι όποιες οικονομικές εφεδρείες του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι οι αιτούντες – εφεσίβλητοι έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών χρεών τους, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, άρα ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέρει την ένσταση δόλιας περιέλευσης των αιτούντων – εφεσιβλήτων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, ισχυριζόμενη ότι οι τελευταίοι, ενώ γνώριζαν την ύπαρξη οφειλής τους προς αυτή από στεγαστικό δάνειο, προέβησαν και σε έτερο δανεισμό και δη προϊόντων καταναλωτικής πίστης, γεγονός που τους οδήγησε στην αδυναμία πληρωμής που επικαλούνται. Διατυπωμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προβαλλόμενη ένσταση τυγχάνει απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα και με τα αναλυόμενα στη μείζονα πρόταση, καθότι η εκκαλούσα δεν επικαλείται ότι οι εφεσίβλητοι πρόβλεψαν ως ενδεχόμενο ότι η λήψη των προκείμενων προϊόντων καταναλωτικής πίστης θα τους οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα αυτό, ώστε να στοιχειοθετείται δόλος τους, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε σιωπηρά την ένσταση της εκκαλούσας, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, ο δε δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Αφού διαπίστωσε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων και ήδη εφεσιβλήτων οι προϋποθέσεις για την ένταξή τους στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε ρύθμιση των χρεών τους κατά πρώτον με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών, κατ’ άρθρο 8 παρ.2 ν.3869/2010, απευθείας προς τις πιστώτριες Τράπεζες επί μία τριετία, συνολικού ποσού 200,00 ευρώ μηνιαίως για τον πρώτο εφεσίβλητο και ποσού 150,00 ευρώ μηνιαίως για τη δεύτερη εφεσίβλητη, συμμέτρως κατανεμομένων των ποσών αυτών μεταξύ των πιστωτριών (εκκαλούσας, τρίτης και πέμπτης των εφεσιβλήτων), αρχής γενομένης από επόμενο μήνα από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης. Τα ποσά αυτά κρίνονται εύλογα, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών δυνατοτήτων των αιτούντων – εφεσιβλήτων και των βιοτικών αναγκών αυτών και των τέκνων τους, όπως εκτέθηκαν αναλυτικά παραπάνω, αλλά και δίκαια, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών υποχρεώσεων που επέβαλε η εκκαλούμενη απόφαση στους πρώτη και δεύτερο των εφεσιβλήτων για την αποπληρωμή των ένδικων χρεών και δη την εκποίηση των περιγραφόμενων ανωτέρω αγροκτημάτων του πρώτου εφεσιβλήτου, διάταξη η οποία δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, καθώς και προσδιορισμό μηνιαίων καταβολών προς την εκκαλούσα για είκοσι (20) έτη για τη διάσωση της πρώτης κατοικίας τους. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις καθορίζοντας τις κατ’ άρθρο 8 παρ.2 ν.3869/2010 μηνιαίες καταβολές των αιτούντων – εφεσιβλήτων στα προαναφερόμενα ποσά. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι τόσο ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιο και ζητεί τον καθορισμό συνολικής μηνιαίας καταβολής ύψους 443,00 ευρώ, όσο και ο μοναδικός λόγος της αντέφεσης, με τον οποίο οι αντεκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιο και ζητούν τον καθορισμό συνολικής μηνιαίας καταβολής ύψους 210,00 ευρώ ή επικουρικώς 270,00 ευρώ. Τέλος, δεδομένου ότι οι επιβληθείσες σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ.2 και 9 παρ.1 ν.3869/2010 ρυθμίσεις δεν θα επέφεραν απόσβεση των οφειλών των αιτούντων – εφεσιβλήτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνδύασε αυτές με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 του ν.3869/2010 ρύθμιση και επέβαλε σε έκαστο εξ αυτών την υποχρέωση να καταβάλλει στην εκκαλούσα για τη διάσωση της κύριας κατοικίας τους και για την προνομιακή ικανοποίηση της εμπραγμάτως ασφαλισμένης απαίτησής της, ποσό ίσο με το 80% της αντικειμενικής αξίας του ανήκοντος σε έκαστο εξ αυτών ιδανικού μεριδίου του, δηλαδή το ποσό των (16.924,75 Χ 80% =) 13.539,98 ευρώ, με μηνιαίες καταβολές επί 20 έτη, ήτοι επί 240 μήνες, ποσού εκάστης καταβολής 56,41 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού και για τους δύο 112,83 ευρώ μηνιαίως, που θα αρχίσουν μετά από περίοδο χάριτος τριών ετών από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με το επιτόκιο αναφοράς αυτό της πράξης Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσδιόρισε την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας των αιτούντων – εφεσιβλήτων σε (16.924,75 Χ 2 =) 33.849,50 ευρώ, προσκομίζει δε προς επίρρωση του ισχυρισμού της το φύλλο Υπολογισμού αντικειμενικής αξίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευσταθίας Μπολτσή, με το οποίο η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 52.275,42 ευρώ. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσδιόρισε την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας των αιτούντων – εφεσιβλήτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προσκομιζόμενες με επίκληση από αυτούς Πράξεις Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.ΦΙ.Α.) έτους 2016 της Δ.Ο.Υ. Αγίων Αναργύρων, οι οποίες είναι δημόσια έγγραφα συνταχθέντα κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο αρμόδιο για τη σύνταξή τους, τα οποία η εκκαλούσα δεν προσβάλλει ως πλαστά, αποτελούν, επομένως, πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονται σε αυτές, χωρίς να χωρεί ανταπόδειξη (άρθρο 438 ΚΠολΔ). Επιπλέον, οι πρώτος και δεύτερη των εφεσιβλήτων προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τις αντίστοιχες Πράξεις Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.ΦΙ.Α.) έτους 2019 της Δ.Ο.Υ. Αγίων Αναργύρων, από τις οποίες προκύπτει ότι η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας τους έχει αυξηθεί ελάχιστα στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, έχοντας διαμορφωθεί σε (17.206,12 Χ 2 =) 34.412,26 ευρώ και σε καμία περίπτωση δεν έχει ανέλθει σε 52.275,42 ευρώ, όπως διατείνεται η εκκαλούσα. Βάσει των εκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν.

          Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω,  πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες τόσο η έφεση όσο και η ασκηθείσα με τις προτάσεις αντέφεση και να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου της έφεσης, ποσού εβδομήντα πέντε (75,00) ευρώ, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 ν.3869/2010, το οποίο εφαρμόζεται και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί, διότι η απόφαση αυτή δεν προσβάλλεται με ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 14 ν.3869/2010).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση και την και την ασκηθείσα με τις από 17.09.2020 προτάσεις αντέφεση ερήμην των τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

          ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση.

          ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης (e-Παράβολο: ….), ποσού εβδομήντα πέντε (75,00) ευρώ, στο δημόσιο ταμείο.

          ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την αντέφεση.

          ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσίεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 5-1-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(υπογραφή)                                                                                (υπογραφή)

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *