600/2022 ΕιρΧανίων

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 600/2022

(Αριθμός καταθέσεως αγωγής: 111/25-6-2021)
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

(Τακτική Διαδικασία)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Απόστολο Μαλακωνάκη, Ειρηνοδίκη Χανίων, και από τον Γραμματέα Νικόλαο Κωστιδάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 15η  Μαρτίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ………………………………, κατοίκου ………….., οδός …………… αρ. …., με Α.Φ.Μ. ………….– Δ.Ο.Υ. ………………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στη δίκη, δυνάμει της από 26-10-2021 έγγραφης ιδιωτικής εξουσιοδοτήσεως, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Χρήστο Θεοδωρόπουλο, που προκατέθεσε εμπρόθεσμα έγγραφες προ…..τάσεις την 2α-11-2021 (άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), χωρίς να εμφανισθεί στο ακροατήριο (υπ’ αριθμ…………………………………).

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ………………….., κατοίκου ……………………………, με Α.Φ.Μ. ………………………– Δ.Ο.Υ. …………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στη δίκη, δυνάμει της από 20-9-2021 έγγραφης ιδιωτικής εξουσιοδοτήσεως, από την πληρεξούσια δικηγόρο του, ……………….., που προκατέθεσε εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις την 30η-9-2021 (άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), χωρίς να εμφανισθεί στο ακροατήριο (υπ’ αριθμ. …………..).

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-6-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 111/25-6-2021 αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε  για  τη  δικάσιμο  που  αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δυνάμει της από 22-11-2021 Πράξης ορισμού δικασίμου και σύνθεσης του Προϊσταμένου του Ειρηνοδικείου Χανίων, γράφτηκε στο οικείο πινάκιο, εκφωνήθηκε με τη σειρά της από αυτό και συζητήθηκε απόντων των διαδίκων.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ένδικη αγωγή του, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων εκθέτει ότι με τον εναγόμενο – αδελφό του, είναι συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος ενός ισόγειου καταστήματος που λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή. Ότι από το Μάιο του 2015 μέχρι τον Ιούνιο του 2021 (χρόνος κατάθεσης της αγωγής) ο εναγόμενος κάνει αποκλειστική χρήση του ως άνω καταστήματος, καθώς εκμισθώνει αυτό σε μία ανώνυμη εταιρεία έναντι μηνιαίου μισθώματος, ύψους 424,71 ευρώ, και εισπράττει εξ ολοκλήρου τα καταβαλλόμενα μισθώματα, δίχως να αποδίδει στον ενάγοντα το ποσό, που αντιστοιχεί στην ιδανική του μερίδα, αποκομίζοντας ωφέλεια που συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού, η οποία (ωφέλεια) για το ως άνω χρονικό διάστημα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (424,71 Χ 74 μήνες Χ ½ =) 15.714,64 ευρώ. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω περιγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.000,00 ευρώ και τέλος, ότι ο εναγόμενος σε κάθε περίπτωση κατέστη πλουσιότερος ως προς το ποσό των 15.714,64 ευρώ χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει την κατά το προαναφερθέν ποσοστό της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητάς του (ενάγοντος) ανάλογη μερίδα του επί των εισπραχθέντων από τον εναγόμενο συγκοινωνό μισθωμάτων του προμνημονευθέντος καταστήματος, ποσού (της αναλογούσας στον ενάγοντα μερίδας) 15.714,64 ευρώ, ως αποζημίωση για την ωφέλεια, την οποία αποκόμισε ο εναγόμενος από την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, με βάση τις διατάξεις περί κοινωνίας, άλλως με βάση τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, άλλως με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, άλλως με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία, νομιμοτόκως από τότε που το κάθε επί μέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα.

Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 3 Ν. 4640/2019 προδικασία της έγγραφης ενημέρωσης του ενάγοντος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 14 παρ. 1 περ. α΄ και 22 του ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, κατά την κύρια βάση της (περί απόδοσης ωφελημάτων σύμφωνα με τις διατάξεις περί κοινωνίας) η αγωγή αυτή είναι ορισμένη (αφού περιέχει τα απαιτούμενα για την πληρότητά της στοιχεία παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εναγομένου) και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962 και 1113 του ΑΚ, καθώς και 176, 191 παρ. 2, 907 και 908 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Πλην, όμως, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως προς: α) το παρεπόμενο αίτημα ενάρξεως της τοκοφορίας του ανωτέρω ποσού των 15.714,64 ευρώ, για απόδοση των ωφελημάτων από την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, από τότε που το κάθε επί μέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό, αφού, όταν ο εκτός χρήσης κοινωνός απαιτεί από τον κοινωνό, που έκανε την αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, το ανάλογο με τη μισθωτική αξία της μερίδας του όφελος, η απαίτησή του δεν έχει το χαρακτήρα μισθώματος, αλλά το χαρακτήρα της αποδοτέας κατά τις περί κοινωνίας διατάξεις ωφέλειας (ΑΠ 1480/2000 ΕλλΔνη 2001.670, ΕφΘεσ 1714/2003 Αρμ 2003. 1425, ΕφΑθ 2211/2000 ΕλλΔνη 41. 826, ΕφΑθ3746/1987 ΕλλΔνη 29. 1621 και ΕφΑθ 2788/1986 ΕλλΔνη 27. 1160), οπότε η κατ’ άρθρο 595 ΑΚ ορισμένη ημέρα καταβολής του μισθώματος δεν συνιστά και δήλη ημέρα καταβολής της προαναφερόμενης οφειλής ώστε ο νομέας να καθίσταται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση αυτής, οφειλών έκτοτε τόκους, όπως αν ήταν μίσθωμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 και 595 ΑΚ, με συνέπεια επί της απαιτήσεως για απόδοση ωφελημάτων τόκοι να οφείλονται από της υπερημερίας του εναγομένου νομέα, για την οποία, όμως, απαιτείται προηγουμένη όχληση αυτού (άρθρα 340, 345 ΑΚ) ή από της επιδόσεως της αγωγής για την εν λόγω ωφέλεια (άρθρο 346 ΑΚ) [ΜΕφΠειρ 365/2021, ΜΠρΑθ  1073/2015,  ΕιρΚιλκ  86/2015  ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ,  ΕιρΝικ  38/2005  ΤΝΠ  ΔΣΑ],  β) την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού η σύμφωνα με τις προαναφερόμενες ειδικές περί κοινωνίας διατάξεις, άσκηση της αξίωσης για απόδοση της ωφέλειας, αποτελεί ειδικότερη μορφή απόδοσης του πλουτισμού, που, χωρίς νόμιμη αιτία, περιήλθε στον κοινωνό, ο οποίος έκανε την αποκλειστική χρήση σε βάρος της περιουσίας του κοινωνού που δεν έκανε χρήση, γι’ αυτό δε και η αναζήτηση της παραπάνω ωφέλειας δεν μπορεί να γίνει και κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 904 του ΑΚ, αφού οι δύο αξιώσεις τελούν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την απόδοση του πλουτισμού του εναγομένου που έκανε την αποκλειστική χρήση (ΑΠ 749/2003, ΕφΛαμ 5/2021, ΜΠρΛαμ 254/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και γ) την επικουρική βάση της αδικοπραξίας και κατ’ επέκταση το κύριο αίτημα περί της επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο επίσης απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμο (ά. 299, 932 και 933 ΑΚ), διότι μόνη η μη καταβολή στον ενάγοντα της προμνημονευθείσας αποζημίωσης χρήσεως δεν συνιστά αδικοπραξία (ά. 914 επ. ΑΚ), αφού δεν επιφέρει την απώλεια της εν λόγω αποζημιώσεως, ώστε να προκαλείται σ’ αυτόν ισόποση ζημία (βλ. ad hoc ΠολΠρΠατρ 423/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και συναφώς ΑΠ 1436/2002 ΕλλΔνη 2004. 757, ΕφΙωαν 264/2006  ΕΕργΔ 2007. 93, ΜΠρΠατρ 316/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά για λογαριασμό τρίτων (βλ. το με κωδικό 434781350951 1227 0033 e-Παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς στις 27-10-2021).

Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από αυτούς ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί στα πλαίσια προηγηθεισών δικών μεταξύ των αυτών διαδίκων και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 438/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1471/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 315/2008 ΝοΒ 2008. 1584, ΑΠ 891/2000ΕλλΔνη 2001. 393, ΜΕφΔωδ 252/2020, ΠολΠρΡοδ 136/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΘεσ22295/2009 Αρμ 2009. 1909, ΜΠρΑθ 4749/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απ’ όσα οι ίδιοι οι διάδικοι ρητώς ή εμμέσως συνομολογούν, από τα διδάγµατα της κοινής πείρας που λαµβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη και από τη διαδικασία γενικότερα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, το έτος 1970, συνεβλήθη ως αγοραστής στο υπ’ αριθμ. 1.148/23.07.1970 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Χανίων, Χρυσής Σηφάκη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων (Α.Μ. 96317) δυνάμει του οποίου απέκτησε, κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, ένα οικόπεδο, επιφάνειας 516,70 τ.μ., κείμενο στην κτηματική περιφέρεια του χωριού Περιβόλια του Δήμου Θερίσσου του Νομού Χανίων στην ειδικότερη θέση «Μαρούλι» ή «Άγιος Ανδρέας», αντί τιμήματος ύψους 33.000,00 δρχ. Δυνάμει του υπ’ αριθμ. 5581/05.10.1979 συμβολαίου αγοραπωλησίας και σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Χανίων, Αντωνίας Φαλαγγάρη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων (τ. 919, Α.Μ. 115573 και 115574), ο εναγόμενος, αφενός σύστησε οριζόντια ιδιοκτησία αποτελούμενη από ανεγερθησόμενη οικοδομή με ισόγειο κατάστημα- αποθήκη, επιφάνειας 271,06 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας σε ολόκληρο το οικόπεδο 40% εξ αδιαιρέτου και από ανώγειο-στήλη αέρος με ποσοστό συνιδιοκτησίας σε ολόκληρο το οικόπεδο 60% εξ αδιαιρέτου, αφετέρου πώλησε στον ενάγοντα την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του ανεγερθησόμενου ισογείου καταστήματος. Ο δε ενάγων συνεβλήθη στο εν λόγω συμβόλαιο μέσω του εναγομένου τον οποίο προγενέστερα είχε εξουσιοδοτήσει προς τούτο –δυνάμει του υπ’ αριθμ. 27080/18.09.1979 ειδικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ανδρέα Αθανασόπουλου- και ειδικότερα τον εξουσιοδοτούσε να προβαίνει για λογαριασμό του, ως πληρεξούσιος και αντίκλητός του, αφενός στην πώληση, παραχώρηση, μεταβίβαση και παράδοση, προς οιονδήποτε, ακινήτων του, αφετέρου στην αγορά ακινήτων και στην παραχώρηση στους δανειστές του εμπράγματων εξασφαλίσεων επί των ακινήτων αυτών. Περαιτέρω, ο ενάγων, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 27004/03.09.1979 πληρεξουσίου του προαναφερόμενου συμβολαιογράφου, διόρισε τον εναγόμενο ως αντιπρόσωπο και αντίκλητό του προκειμένου να συνάψει, στο όνομα και για λογαριασμό του, με την Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος είτε εφάπαξ είτε κατ’ επανάληψη, δάνεια καθώς και να παραχωρήσει υπέρ αυτής εμπράγματες εξασφαλίσεις επί ακινήτων του. Εν συνεχεία, ο εναγόμενος, ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος, κατά τα προεκτεθέντα, προέβη στη σύναψη της υπ’ αριθμ. 5753/26.11.1979 σύμβασης χρεωλυτικού δανείου με αντισυμβαλλόμενη την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» η οποία χορήγησε στον ενάγοντα το ποσό του 1.000.000,00 δρχ. παρέχοντάς της, παράλληλα, δικαίωμα εγγραφής πρώτης υποθήκης ποσού 1.100.000,00 δρχ. επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας που αποτελείται από το προπεριγραφόμενο ισόγειο κατάστημα, η οποία είχε ήδη μεταβιβασθεί στον ίδιο, όπως προαναφέρθηκε. Η δόση του δανείου συμφωνήθηκε στο ύψος των 81.440,00 δρχ. εξαμηνιαίως, ήτοι 13.573,33 δρχ. μηνιαίως. Μετά τη σύναψη του δανείου, ο εναγόμενος, δυνάμει του προαναφερόμενου υπ’  αριθμ. 27080/18.09.1979 ειδικού πληρεξουσίου, ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του ενάγοντος, πώλησε, παραχώρησε, μεταβίβασε και παρέδωσε κατά πλήρη κυριότητα στον εαυτό του ως αγοραστή, με αυτοσύμβαση κατ’ άρθρο 235 ΑΚ, το 50% εξ αδιαιρέτου του ισογείου καταστήματος, εμβαδού 271,06 τ.μ. και του ποσοστού συνιδιοκτησίας 40% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που ανήκαν στον ενάγοντα, ενώ το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου αυτών, παρέμεινε στην κυριότητα του τελευταίου. Η μεταβίβαση αυτή αποτυπώθηκε στο υπ’ αριθμ. 5783/18.12.1979 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Χανίων, Αντωνίας Φαλαγγάρη, το οποίο έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων (τ. 995, Α.Μ. 116166). Από τον Ιούνιο του έτους 1988 το επίδικο ισόγειο κατάστημα άρχισε να εκμισθώνεται από την σύζυγο του εναγομένου, Ουρανία Παντελάκη, στην εταιρεία εμφιάλωσης νερού με την επωνυμία «CRETA HELLAS TEM Ε.Π.Ε.», νομίμως εκπροσωπουμένη από τον Ιωάννη Παπαδοκωνσταντάκη, αντί μηνιαίου μισθώματος, το οποίο ξεκίνησε από τις 40.000,00 δραχμές και μέχρι το 1994 είχε  υπερβεί  τις 120.000,00 δραχμές, μίσθωση, η οποία διαρκώς ανανεώνεται μέχρι σήμερα, με το μηνιαίο μίσθωμα από το 2008 και εντεύθεν να ανέρχεται σταθερά στο ποσό των 424,71 ευρώ (βλ. τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης σε συνδυασμό με το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. πρωτ. 13831/19.06.2013 έγγραφο παροχής πληροφοριών του τμήματος Εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. Α’-Β’ Χανίων – Κισάμου). Το εν λόγω μίσθωμα εισέπραττε ο εναγόμενος, ο οποίος διαμένει στον άνωθεν του ισογείου καταστήματος όροφο, διότι ο ενάγων αρχικά απουσίαζε στο εξωτερικό λόγω της εργασίας του και μετέπειτα ζούσε μόνιμα στην Αττική επισκεπτόμενος το ακίνητο με την ευκαιρία των ολιγοήμερων διακοπών του στα Χανιά Κρήτης. Με αυτό (το μίσθωμα) συμφωνήθηκε μεταξύ των συγκυρίων του μισθίου – αντιδίκων, να αποπληρώνεται η ενήμερη δόση του δανείου, ανεξαρτήτως του ποιος εξ αυτών προέβαινε στην κατάθεση του ποσού αυτού, στον τραπεζικό λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου, δεδομένου ότι αυτό υπερκάλυπτε την προαναφερθείσα δόση, όπως αυτή υπολογίστηκε ανά μήνα. Τον Αύγουστο δε, του έτους 1995, αποπληρώθηκε πλήρως αυτό και εν συνεχεία, εξαλείφθηκε από τα βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων η υποθήκη που είχε εγγραφεί επί του ισογείου καταστήματος (βλ. την υπ’ αριθμ. 15733/22.11.1995 πράξη εξάλειψης υποθήκης της συμβολαιογράφου Χανίων, Αντωνίας Φαλαγγάρη). Στο μεταξύ, ο ενάγων, με την υπ’ αριθμ. 3614/04.09.1990 πράξη της συμβολαιογράφου  Πειραιώς,  Αγγελικής Μανούτσου, είχε προβεί σε ανάκληση των πληρεξουσίων με τα οποία διόριζε τον εναγόμενο πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό του, με σκοπό να προβαίνει στο όνομα και για λογαριασμό του αφενός στη σύναψη δανειακών συμβάσεων με την ανωτέρω τράπεζα αφετέρου στην πώληση και αγορά ακινήτων, ήτοι των υπ’ αριθμ. 27004/03.09.1979 και 27080/18.09.1979 πληρεξουσίων, αντίστοιχα. Ενημέρωσε δε τον εναγόμενο για την ως άνω ανάκληση, επιδίδοντάς του αυτήν με την υπ’ αριθμ. 7600Γ/03.08.2006 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Χανίων, Μαρίας Ηλιάκη. Από τον χρόνο αποπληρωμής του δανείου (Αύγουστος 1995) μέχρι τον χρόνο θανάτου της μητρός των αντιδίκων (τον Αύγουστο του 2005), ο ενάγων παραχωρούσε τη μερίδα του επί του μισθώματος, η οποία αναλογούσε στο εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητάς του επί του ισογείου καταστήματος, ήτοι το ήμισυ του μισθώματος, στη μητέρα του προς κάλυψη των βιοτικών της αναγκών. Έκτοτε, όμως, επήλθε ρήξη στις μεταξύ των αντιδίκων σχέσεις, διότι ο εναγόμενος άρχισε να παρακρατεί το ήμισυ του μισθώματος, χωρίς να το αποδίδει στον ενάγοντα, ως όφειλε, αποκλείοντας με αυτό τον τρόπο τον ενάγοντα από την απόλαυση των (πολιτικών) καρπών του επίκοινου ακινήτου, τακτική την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος. Με την άσκηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 77/29-4-2015 αγωγής, η οποία συζητήθηκε στις 21-9-2021 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης, ο ενάγων προέβη για πρώτη φορά στη διεκδίκηση των παρακρατηθέντων μισθωμάτων για το διάστημα από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι τον Απρίλιο του 2015. Ο εναγόμενος, στις 12.10.2016, υπέβαλε ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χανίων, την υπό ΑΒΜ: Η16/1291 έγκληση εις βάρος του ενάγοντος, με την οποία αιτείτο την ποινική δίωξη και την κατά νόμον τιμωρία του τελευταίου, ισχυριζόμενος ότι αυτός, μέσω της προαναφερόμενης ανάκλησης (και) του πληρεξουσίου με το οποίο θα προχωρούσε ο ίδιος (εναγόμενος) με αυτοσύμβαση στην αγορά του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου του ισογείου καταστήματος, κατά τα μεταξύ τους μέχρι πρότινος συμφωνηθέντα, διέπραξε εις βάρος του το αδίκημα της απάτης κατ’ άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, αποσκοπώντας στην απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους βλάπτοντας ταυτόχρονα την περιουσία του (του εναγομένου). Πλην, όμως,  το γεγονός ότι το περιεχόμενο της μεταξύ των αντιδίκων συμφωνίας ήταν να μεταβιβασθεί στον εναγόμενο από τον ενάγοντα μόνο το 50% εξ αδιαιρέτου του ισογείου καταστήματος και όχι η αποκλειστική κυριότητά του, κάτι που γνώριζε ο εναγόμενος και κατά τον χρόνο κατάθεσης της εν λόγω εγκλήσεως, προκύπτει από τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά. Ο εναγόμενος, όπως προαναφέρθηκε, μεταβίβασε την πλήρη κυριότητα της αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου στον ενάγοντα προκειμένου να επιτύχει τη χορήγηση δανείου στο όνομα του τελευταίου, του οποίου η οικονομική κατάσταση ήταν καλύτερη από τη δική του, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, και να προχωρήσει στην ανοικοδόμηση του ισογείου καταστήματος και του πρώτου άνωθεν του ισογείου ορόφου. Ωστόσο, εάν ο εναγόμενος αποσκοπούσε μονάχα στην απόδειξη φερεγγυότητάς του έναντι της πιστώτριας χωρίς να υφίσταται άλλος λόγος, θα μπορούσε να το επιτύχει αυτό, με τη συμμετοχή και του ενάγοντος στη δανειακή σύμβαση, υπογράφοντας ως εγγυητής αυτήν, εγγυώμενος και με την προσωπική του περιουσία την αποπληρωμή του δανείου, αποφεύγοντας, περαιτέρω, ο ενάγων, να προβεί στις δαπανηρές για τον ίδιο και χρονοβόρες ενέργειες της σύνταξης των ειδικών πληρεξουσίων (περί μεταβίβασης της αποκλειστικής κυριότητας της οριζόντιας ιδιοκτησίας του  ισογείου  στον  ίδιο,  σύναψης στο δικό του όνομα του εν λόγω δανείου και εγγραφής υποθήκης επί αυτού και εκ νέου μεταβίβασης του 50% εξ αδιαιρέτου της ιδιοκτησίας αυτής στον εναγόμενο). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός τόσο του εναγομένου όσο και του αδελφού του, Ελευθερίου Παντελάκη, σε δύο ένορκες βεβαιώσεις του, οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια προηγουμένων  δικών μεταξύ των αυτών διαδίκων και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. την υπ’ αριθμ.  1/2-1-2018  ένορκη  βεβαίωση  ενώπιον  του  Ειρηνοδίκη  Χανίων  και  την υπ’ αριθμ. 16357/17-8-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη), ότι το δάνειο ελήφθη στο όνομα του ενάγοντος προκειμένου να χορηγηθεί αυτό με πολύ χαμηλό επιτόκιο λόγω της εργασίας του ως ραδιοτηλεγραφητού και του συναλλάγματος που έφερνε στην Ελλάδα, δεν αποδείχθηκε ούτε  από  το περιεχόμενο της δανειακής σύμβασης ούτε από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα  της δικογραφίας. Η ιδιότητα του ενάγοντος κατά τον χρόνο αγοράς του ακινήτου (1970) ως αξιωματικού του Εμπορικού Ναυτικού και η απουσία του σε ταξίδια ανά την υφήλιο με ποντοπόρα πλοία, συνομολογείται και από τον εναγόμενο. Επομένως, για πρακτικούς λόγους, ήτοι λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του ενάγοντος στο εξωτερικό,  στο συμβόλαιο αγοράς του οικοπέδου, ως αγοραστής, εμφαίνεται ο εναγόμενος ενώ το μεγαλύτερο μέρος του  τιμήματος  για  την αγορά του,  ήτοι αυτό  των  31.000,00 δρχ., το είχε καταβάλει ο ενάγων (τις υπόλοιπες 2.000,00 δρχ. τις είχε καταβάλει ο πατέρας του). Περαιτέρω, στην εξόφληση του δανείου συνέβαλε και ο ενάγων όπως αποδεικνύεται από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα αποδεικτικά τραπεζικών καταβολών, κίνηση στην οποία δεν θα προέβαινε εάν πράγματι δεν είχε συμφωνηθεί με τον  εναγόμενο  ότι  του ανήκε το 50% εξ αδιαιρέτου του ισογείου καταστήματος. Όσον αφορά στις καταβολές στις οποίες προέβη ο εναγόμενος, αυτές πραγματοποιούνταν μέσω του μισθώματος που ελάμβανε αυτός –και για λογαριασμό του ενάγοντος- από την εκμίσθωση  του καταστήματος στο οποίο περιλαμβανόταν και το μίσθωμα  που  αναλογούσε στο  μερίδιο του ενάγοντος. Η τυχόν δε θέση της υπογραφής του εναγομένου στα αποδεικτικά τραπεζικών καταβολών, δεν αποδεικνύει ότι η  δόση  αποπληρωνόταν  εξολοκλήρου  από τον ίδιο, παρά μόνο ότι ο ίδιος είχε εμφανιστεί στο κατάστημα της τράπεζας για να καταθέσει το ποσό της ενήμερης δόσης του δανείου. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κατά τον χρόνο που μεταβίβασε στον εαυτό του το 50% εξ αδιαιρέτου του ισογείου καταστήματος (στις 18.12.1979) δεν προέβη στη  μεταβίβαση  και  του  έτερου 50% εξ αδιαιρέτου αυτού λόγω οικονομικής αδυναμίας του, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Πιο συγκεκριμένα,  από  τον  προαναφερόμενο  χρόνο  μέχρι  τον χρόνο ανάκλησης του ειδικού πληρεξουσίου (04.09.1990) δυνάμει  του  οποίου  ο εναγόμενος ηδύνατο να μεταβιβάζει για λογαριασμό του ενάγοντος οποιοδήποτε ακίνητο του τελευταίου, παρήλθαν έντεκα χρόνια κατά τη διάρκεια των  οποίων  ο  εναγόμενος ουδέν έπραξε.  Ωστόσο, με  βάση και τα  διδάγματα  της κοινής πείρας, για  τη μεταβίβαση της αποκλειστικής κυριότητας του ισογείου καταστήματος, της συγκεκριμένης επιφάνειας, τοποθεσίας και εμπορικής αξίας, δεν  απαιτείτο  να καταβληθεί δυσβάσταχτο για τον εναγόμενο χρηματικό ποσό. Άλλωστε, ο  ίδιος  ο  μάρτυρας  ανταπόδειξης, Ελευθέριος Παντελάκης, στις μνημονευθείσες ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις του, κατέθεσε ότι ο εναγόμενος ήδη στα 25 χρόνια του αναλάμβανε δουλειές του Δημοσίου ως εμπειροτεχνίτης εργολάβος. Επιπλέον, από το έτος 1988, το κατάστημα εκμισθωνόταν αποφέροντας εισόδημα ικανοποιητικό (όπως αυτό αναφέρεται ειδικότερα ανωτέρω) που επαρκούσε τόσο για την εξόφληση της ενήμερης μηνιαίας δόσης όσο και για την κάλυψη τυχόν άλλων αναγκών εκάστου εκ των συγκυρίων αυτού. Συνεπώς, στο πέρασμα τόσων ετών, ο εναγόμενος, εάν πράγματι του ανήκε και το λοιπό 50% εξ αδιαιρέτου, θα είχε ήδη προβεί στη μεταβίβασή του στον ίδιο, δεδομένου και του ότι είχε ήδη χτίσει, με δικά του έξοδα, άνωθεν του ισογείου, όροφο, πλήρους και αποκλειστικής κυριότητάς του, που αποτελούσε την κύρια κατοικία του και όπως κάθε μέσος συνετός οικογενειάρχης δεν θα αμελούσε επ’ αόριστον την τακτοποίηση μίας τέτοιας εκκρεμότητας εις βάρος των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του και κατ’ επέκταση των κληρονομικών δικαιωμάτων των τέκνων του επί του καταστήματος. Αξιοσημείωτη δε, είναι η αντίφαση που παρατηρείται μεταξύ του ισχυρισμού του  εναγομένου  και  αυτού  της  συζύγου  του,  Ουρανίας Παντελάκη, στην υπ’ αριθμ. 1/2018 ένορκη βεβαίωσή της που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη  Χανίων  προς  υποστήριξη  της  με  αριθμ.   έκθ.   κατάθεσης ΜΤΝ231/11.09.2017 αγωγής του εναγομένου κατά του ενάγοντος ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων και η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν από το παρόν Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, σχετικά με τον λόγο που ο εναγόμενος δεν μεταβίβασε στον εαυτό του και το έτερο 50% εξ αδιαιρέτου του καταστήματος ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση αυτού (του ποσοστού) στην οποία ήδη προέβη. Ειδικότερα, η σύζυγος του εναγομένου, βεβαίωσε ότι αυτό δεν συνέβη, γιατί δεν το επέτρεπε η πιστώτρια μέχρι να αποπληρωθεί το δάνειο ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, ο εναγόμενος έκανε λόγο για οικονομική στενότητά του. Ωστόσο, δεν προσκομίσθηκε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο  που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό της συζύγου του (π.χ. αίτηση προς την πιστώτρια προκειμένου να του χορηγηθεί αυτό το δικαίωμα, έγγραφο της πιστώτριας που να του το απαγορεύει). Άλλωστε, ο εναγόμενος, αμέσως μετά τη χορήγηση του δανείου, προέβη στη μεταβίβαση του 50% εξ αδιαιρέτου χωρίς να φέρει κάποια αντίρρηση προς τούτο η πιστώτρια, ενώ σε κάθε περίπτωση, τα συμφέροντα της πιστώτριας δεν θα πλήττονταν από τυχόν μεταβίβαση της αποκλειστικής κυριότητας του καταστήματος διότι η εμπράγματη εξασφάλισή της, ήτοι η υποθήκη, θα εξακολουθούσε να επιβαρύνει το ακίνητο στο οποίο είχε αυτή εγγραφεί, ανεξαρτήτως του προσώπου του εκάστοτε ιδιοκτήτη του (δύναμη της παρακολούθησης των εμπράγματων δικαιωμάτων). Τα ως άνω επιρρωνύονται και από την υπ’ αριθμ.  1008/15.11.2017  ένορκη  βεβαίωση  του  Κωνσταντίνου-Σταύρου  Μαρινάκη που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων, Στυλιανής  Μουντάκη,  υπό  την ιδιότητα του μάρτυρα ανταπόδειξης των ισχυρισμών του εδώ εναγομένου στο πλαίσιο της ασκηθείσας από αυτόν προαναφερόμενης αγωγής κατά του εδώ ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων και η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν από το παρόν Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο. Ειδικότερα, αυτός βεβαίωσε ότι γνωρίζει το επίδικο κατάστημα αλλά και τους αντιδίκους, ως συγχωριανός τους, από το έτος 1993. Ότι όσον αφορά στα κρίσιμα χρονικά διαστήματα της αγοράς του οικοπέδου, της λήψεως  του δανείου και της μεταβίβασης του ημίσεος του  καταστήματος  στον  εναγόμενο,  γνωρίζει από τον πεθερό του, ο οποίος, ως συγχωριανός τους είχε ιδία γνώση, ότι ο ενάγων κάλυπτε τα έξοδα διαβίωσης της μητέρας του και των αδελφών του καθώς και ότι με χρήματα του ιδίου αγοράστηκε το οικόπεδο επί του οποίου βρίσκεται το επίδικο  κατάστημα.  Η βεβαίωσή του, ως συγχωριανού αυτών, κρίνεται περισσότερο αξιόπιστη από την προαναφερόμενη της συζύγου του εναγομένου καθώς και από  τις  ανωτέρω μνημονευθείσες ένορκες βεβαιώσεις του αδελφού των αντιδίκων λόγω της συζυγικής και της συγγενικής, αντίστοιχα, σχέσης τους. Κατόπιν όλων αυτών, αποδείχθηκε ότι δεν είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων η μεταβίβαση και του εναπομείναντος  50%  εξ αδιαιρέτου του ισογείου καταστήματος από τον ενάγοντα στον εναγόμενο αλλά μόνο αυτή του 50% εξ αδιαιρέτου, απορριπτομένου του ισχυρισμού του εναγομένου περί εικονικότητας της συμφωνίας τους ως ουσιαστικά αβάσιμου. Ο ισχυρισμός δε του εναγομένου ότι έχει καταστεί αποκλειστικός κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ήτοι νεμόμενος αυτό με διάνοια κυρίου επί εικοσαετία, ασκώντας επί αυτού, τουλάχιστον από το έτος 1979, τις αναφερόμενες στο δικόγραφο  των Προτάσεών του διακατοχικές πράξεις νομής, απορρίπτεται επίσης  ως  ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι, ο συγκύριος εναγόμενος, ακόμη και αν κατείχε  ολόκληρο  το κοινό πράγμα, ήτοι το ισόγειο κατάστημα, θεωρείται ότι κατείχε αυτό και στο όνομα του ενάγοντος-συγκυρίου και δεν  μπορεί  να αντιτάξει κατά  αυτού  κτητική  παραγραφή,  αφ’ ης στιγμής δεν αποδείχθηκε ότι είχε καταστήσει σε αυτόν γνωστό ότι  αποφάσισε  να νέμεται ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά στο όνομα του ως κύριος για δικό του λογαριασμό, διότι σε περίπτωση αντιποίησης της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα, αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο πριν λάβει γνώση της αντιποίησης αυτής (ΑΠ 1105/2018, ΜΠρΠατρ  130/2020  ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ).  Αντιθέτως,  εν  προκειμένω,  ο  ενάγων δεν είχε λάβει σχετική γνώση αλλά, χωρίς να έχει εκδηλώσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη βούληση να μην είναι νομέας (συννομέας) του κοινού πράγματος (π.χ. επί εκούσιας αποξενώσεώς του από αυτό), ασκούσε τη νομή του, κατά το ποσοστό που του αναλογεί, μέσω του εναγομένου (εκμίσθωσή του και απόδοση του ημίσεος του μισθώματος που του αναλογούσε αρχικά για την αποπληρωμή του δανείου και μετέπειτα για τις  βιοτικές ανάγκες της μητρός του, αίτηση από μέρους του εναγομένου περί έκδοσης  άδειας οικοδομής, αποστολή των λογαριασμών κοινής ωφέλειας στο όνομά του κ.λπ.) προς διευκόλυνση της ανοικοδόμησής του αρχικά  και  της  εκμετάλλευσής  του  κατόπιν  λόγω της μακρόχρονης απουσίας του  ιδίου (ενάγοντος) από  τον τόπο που  κείται το  επίδικο, ούτε είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους η παραχώρηση της νομής του στον τελευταίο προκειμένου να το νέμεται έκτοτε, με γνώση του ενάγοντος, αποκλειστικά για τον εαυτό του. Στις παραδοχές αυτές κατέληξε με ταυτόσημες  αιτιολογίες  και  η  τελεσίδικη  υπ’ αριθμ. 114/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της υπ’ αριθμ. 47/27-2-2020 αγωγής του ενάγοντος κατά του εναγομένου, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη  από  την  συκοφαντική δυσφήμησή του από τον εναγόμενο μέσω της προαναφερθείσας εγκλήσεως που είχε καταθέσει ο τελευταίος εναντίον του για το αδίκημα της απάτης, από την οποία ο ενάγων απαλλάχθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. ΗΜ 820/2020 αμετάκλητης απόφασης του Η΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία παύθηκε οριστικά η κατά του ενάγοντος ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.  Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο εναγόμενος με τις προτάσεις του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το Μάιο  του 2015  μέχρι  την  κατάθεση της υπό κρίση αγωγής τον Ιούνιο του 2021, το επίδικο ισόγειο κατάστημα συνέχισε να εκμισθώνεται από τον εναγόμενο στην εταιρεία εμφιάλωσης με την επωνυμία «CRETA HELLAS TEM Ε.Π.Ε.», έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 424,71 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος εισέπραττε εξ ολοκλήρου, χωρίς να αποδίδει στον ενάγοντα το αναλογούν στο ποσοστό συγκυριότητάς του μερίδιο του μισθώματος, αποκομίζοντας ωφέλεια που συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού, η οποία (ωφέλεια) για το ως άνω χρονικό διάστημα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (424,71 Χ 74 μήνες Χ  1/2  =) 15.714,27 ευρώ.  Ο εναγόμενος ισχυρίζεται  ότι  βάσει του τελευταίου από 1-7-2015 μισθωτηρίου, που έχει καταρτιστεί μεταξύ αυτού και της εταιρείας εμφιάλωσης, το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 200,00 ευρώ. Με δεδομένο όμως ότι το εν λόγω μισθωτήριο καταρτίσθηκε μόλις δύο μήνες μετά την άσκηση από τον ενάγοντα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου της υπ’ αριθμ. 77/29-4-2015 αγωγής του, με την οποία διεκδικούσε το αναλογούν στο ποσοστό συγκυριότητάς του μέρος των μισθωμάτων που εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι τον Απρίλιο του 2015, το Δικαστήριο εκτιμά ότι  η  μείωση  αυτή  του μισθώματος από τα 424,71 ευρώ στα 200,00 ευρώ είναι εικονική, με σκοπό, ενόψει της άσκησης της ως άνω αγωγής, την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος που πηγάζουν από την υφιστάμενη μεταξύ αυτού και του εναγομένου κοινωνία δικαιώματος, αφού, αν το μίσθωμα των 200,00 ευρώ θεωρούνταν πραγματικό, ο εναγόμενος θα καλούνταν να καταβάλλει στον ενάγοντα, αντί για το ήμισυ, μόλις το ¼ των μισθωμάτων που πράγματι εισέπραξε κατά το επίδικο με την  εν λόγω αγωγή χρονικό διάστημα.  Υπέρ της παραδοχής ότι η μείωση του μισθώματος  στα  200,00  ευρώ  είναι  εικονική  και αποτελεί αποτέλεσμα συμπαιγνίας μεταξύ του εναγομένου και της μισθώτριας εταιρείας, συνηγορεί και το γεγονός ότι η τελευταία (μισθώτρια) ουδέποτε ανταποκρίθηκε στην από 5-7-2021 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση του ενάγοντος  προς  αυτήν,  που  της κοινοποιήθηκε στις 7-7-2021 (βλ. την υπ’ αριθμ. 8663Δ/7-7-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Κρήτης Στέλλας Αμπαδιωτάκη), με την οποία ο ενάγων την καλούσε αφενός μεν να του επιβεβαιώσει αν το ύψος του μηνιαίου μισθώματος ανέρχεται στο ποσό των 424,71 ευρώ, αφετέρου δε να προβαίνει κάθε μήνα στην καταβολή του ημίσεος του ως άνω μισθώματος στον υποδεικνυόμενο από τον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ανάλογη με την ιδανική του μερίδα αποζημίωση από την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου εκ μέρους του εναγομένου κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, συνολικού ποσού (424,71 Χ 74 μήνες Χ 1/2 =) 15.714,27 ευρώ. Η ένσταση παραγραφής, την οποία προέβαλε ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, είναι εν μέρει νόμιμη για το διάστημα από το Μάιο μέχρι το Δεκέμβριο του 2015, αφού στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 250 αριθ. 17 του ΑΚ πενταετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις του κοινωνού πράγματος κατά του συγκοινωνού, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, για απόδοση ανάλογης μερίδας των ωφελημάτων από τη χρήση αυτή, σύμφωνα δε με τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΠ 7/2015, ΑΠ 2267/2013, ΑΠ 440/2000, ΜΕφΔυτΜακ 71/2020, ΕφΑθ 4515/2009, ΕφΔωδ 177/2009, ΠολΠρΘεσ 12172/2013, ΕιρΚιλκ 86/2015, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πράγματι, οι αξιώσεις που αφορούν τα ωφελήματα τα αποκομισθέντα από τον εναγόμενο από το Μάιο μέχρι το Δεκέμβριο του 2015, παραγράφηκαν την 1-1-2021, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 30-6-2021 (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. 8650Δ/30-6-2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Κρήτης Στέλλας Αμπαδιωτάκη), χωρίς να αποδεικνύεται ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα μεσολάβησε κάποιο γεγονός ανασταλτικό ή διακοπτικό της παραγραφής, ούτε προέβαλε τέτοιου περιεχομένου αντένσταση ο ενάγων. Η αντένσταση του ενάγοντος ότι οι παραγεγραμμένες αξιώσεις για τα ωφελήματα του διαστήματος από το Μάιο μέχρι το Δεκέμβριο του 2015, μπορούν να επιδικαστούν σε αυτόν σύμφωνα με την επικουρικά σωρευόμενη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το επιχείρημα ότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή (άρθρο 249 Α.Κ.), πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού, πέραν του γεγονότος ότι η επικουρική αυτή βάση της αγωγής έχει ήδη κριθεί ως μη νόμιμη κατά την εξέταση της νομικής βασιμότητας τόσο της κύριας όσο και των επικουρικών βάσεων αυτής, σε κάθε περίπτωση, όταν η απαίτηση από την κύρια βάση έχει παραγραφεί, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν καταλείπεται υπέρ του δανειστή αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, γιατί ακριβώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού η παραγραφή αναγνωρίζεται ως νόμιμος λόγος της γενόμενης περιουσιακής μετακίνησης και άρα ο πλουτισμός του οφειλέτη προερχόμενος από διάταξη νόμου και δη τη διάταξη που προβλέπει την παραγραφή της αξιώσεως, στηρίζεται σε νόμιμη αιτία, και επομένως, ύστερα από την απόδειξη της παραγραφής της απαίτησης από την κύρια βάση, απορρίπτεται στην ουσία η αξίωση που στηρίζεται στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία, σημειωτέον, έχει τον ίδιο χρόνο παραγραφής με την κύρια απαίτηση, καθώς όταν η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού πηγάζει από μία έννομη σχέση και ο νόμος προβλέπει για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τη σχέση αυτή βραχυπρόθεσμη παραγραφή, τότε αυτή η παραγραφή καταλαμβάνει και την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 641/2013 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 924/2006  ΝοΒ  2007.  53,  ΑΠ  355/1999  ΕλλΔνη  40.  1537,  ΑΠ  93/1996  ΕλλΔνη  38.1997, ΑΠ 995/1983 ΝοΒ 32. 500, ΑΠ 259/1981 ΝοΒ 29. 1486, ΑΠ 49/1980 ΝοΒ 28.1155, ΕφΠειρ 111/2014, ΕφΔωδ 107/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 827/2003 ΑχαΝομ2004. 84, ΜΠρΑθ 1013/2017, ΕιρΒασιλ 8/2017  ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ).  Αντίθετα,  δεν πρόλαβαν να παραγραφούν οι αξιώσεις που αφορούν το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2016 μέχρι τον Ιούνιο του 2021. Κατά συνέπεια, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει από τον εναγόμενο, στο πλαίσιο της υφιστάμενης κοινωνίας δικαιώματος συγκυριότητας, την αναλογούσα στο ποσοστό συγκυριότητάς του (1/2) αποζημίωση χρήσης για το επίδικο – επίκοινο κατάστημα για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2016 μέχρι τον Ιούνιο του 2021, ήτοι για χρονικό διάστημα εξήντα έξι (66) μηνών, η οποία (αποζημίωση) ανέρχεται σε (424,71 Χ 66 μήνες Χ 1/2 =) 14.015,43 ευρώ, απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλε με τις προτάσεις του ο εναγόμενος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 29- 7-2016 ο ενάγων κοινοποίησε στον εναγόμενο την από 18-7-2016 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία, με την οποία, αφού περιέγραφε το επίδικο κατάστημα, την ύπαρξη κοινωνίας δικαιώματος (συγκυριότητας) των διαδίκων σ’ αυτό και την εκμίσθωση αυτού εκ μέρους του εναγομένου, τον καλούσε να του καταβάλει ως αποζημίωση το ανάλογο προς την μερίδα του ποσό εκάστου μηνιαίου μισθώματος, χωρίς όμως να προσδιορίζει το ύψος του εισπραττόμενου από τον εναγόμενο μηνιαίου μισθώματος ούτε κατά προσέγγιση. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η εξώδικη αυτή όχληση δεν είναι ορισμένη και σαφής ως προς την παροχή που καλείται να εκπληρώσει ο εναγόμενος, διότι δεν προκύπτει από αυτήν το ποσό της αξιούμενης παροχής (βλ. ΜΕφΑιγ 121/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτη, Επίτομη ερμηνεία Αστικού Κώδικα, έκδοση 2016, άρθρα 340-348, παρ. 8, σελ. 300), δεν επιφέρει την κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 340 ΑΚ υπερημερία του τελευταίου και συνακόλουθα ούτε τη γέννηση της υποχρέωσης τούτου για τοκοδοσία επί του ποσού της χρηματικής οφειλής του κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 345 ΑΚ, με συνέπεια η τοκογονία της οφειλής του εναγομένου να μην μπορεί να ξεκινήσει νωρίτερα από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής (αν η ως άνω εξώδικη όχληση ήταν σαφής και ορισμένη, θα μπορούσαν να επιδικαστούν στον ενάγοντα τόκοι υπερημερίας για μεν την αναλογία του στα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 2016 από την επόμενη ημέρα της όχλησης, για δε την αναλογία του στα μισθώματα των άλλων μηνών, ήτοι από τον Αύγουστο του 2016 μέχρι τον Ιούνιο του 2021, από την επόμενη ημέρα του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός (βλ. ΜΕφΑιγ 121/2021 ό.π.)]. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως  κατ’ ουσίαν βάσιμη  και  να  υποχρεωθεί  ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.015,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επειδή η καθυστέρηση της εκτέλεσης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί γι’ αυτό λόγοι, πρέπει να απορριφθεί το αγωγικό αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου λόγω της μερικής ήττας του (άρθρο 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων δεκαπέντε ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (14.015,43 €), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και ως την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος του εναγομένου ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στα Χανιά, στις 30 Μαΐου 2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                           Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *